‘Ικάριο’ φτερούγισμα
Πόσες φορές δεν άνοιξες, φτερά για να πετάξεις
κι όταν ψηλά αλάργευες, σύννεφα σ’ αγκαλιάζαν
έχανες την πορεία σου, σκοτείνιαζε ο δρόμος
και καταιγίδες σ’ έσπρωχναν στη γή, στο σπήλαιό σου…
Δεν έδειξες το σεβασμό, το δέος που τους πρέπει
στης Νύχτας τα πολλά παιδιά, στης κόρες της Εκάτης.
Ένοιωθες ομοτράπεζος σαν σε συχνοκαλούσαν
κι έμαθες τα γρυλίσματα έγινες όμοιός τους…
Ούτε ένα βήμα προς το φως, χιλιάδες χρόνια τώρα
δεν έκανες, γιατί σκιές πάντα σε οδηγούσαν.
Της ύλης το πηχτό κορμί, σ’ έχει σφιχταγκαλιάσει
κι όλο βουλιάζεις δύσμοιρε σε λασπωμένο βάλτο.
Δίχως γερά θεμέλια, γεφύρι δε στεριώνει
χωρίς αγάπη το παιδί πάντα κατατρεγμένο.
Πρέπει να λούζεται η ψυχή με φως άκτιστου κόσμου
ν’ αντέξει τις λαβωματιές, τα μολυσμένα χάδια
μη την γελάσουν οι σκιές και χάσει τη ντροπή της…
Φωτιά στον κόσμο το σαθρό, μόνο αυτό του πρέπει.
Να οργωθεί η γης βαθειά, να πέσει νέος σπόρος
διαλεγμένος με σπουδή ν’ ανθίσει, να καρπίσει
κι απ’ το μικρό το ξέφωτο ν’ ακούγεται φλογέρα
ΤΑΚΙς ΤΖΙΒΑς
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.