Αφιέρωμα στον Μενέλαο Λουντέμη

9637«Αγάπη…χθές βράδυ ψιθύρισα τ’ όνομά σου και μου είπαν να μιλώ σιγότερα…»

«Κείνη τη νύχτα…σταμάτησαν να ουρλιάζουν οι λύκοι…γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι!!!»

Άνθρωπος που δεν διάβασε Λουντέμη, έχασε τα μαγικά ηλιοβασιλέματα της Σαντορίνης, Αύγουστο μήνα…Έχασε το γλυκό μυνίρισμα της αηδόνας προτού χαράξει η μέρα.
Ο «Μέλλιος» είναι ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες – ποιητές παγκοσμίως. Γεννήθηκε το 1906,στο χωριό Αγία Παρασκευή της Μικρασιατική πόλης Γιάλοβα ,τότε που «το ρολόι του κόσμου χτυπούσε Μεσάνυχτα» Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασιάδης και καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια που όμως τα έχασε όλα όταν εγκαταστάθηκε στο ελληνικό κράτος. Ξεριζωμένο προσφυγόπουλο έζησε όσο κανένας άλλος τη φτώχεια, την ένδεια, το δράμα των απλών ανθρώπων. Απεσύρθη από μαθητής της Δ´τάξης Γυμνασίου όπως σημειώνεται στο Γενικό έλεγχο του Σχολείου…Κατατρεγμένος για την ελεύθερη σκέψη του, την αδούλωτη ψυχή του, τόσο πονεμένος και τόσο τρυφερός, ύμνησε όσο κανένας άλλος την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τον έρωτα της ψυχής. Δέκα χρόνια και παραπάνω τα πέρασε στα ξερονήσια και από το 1958 αυτοεξορίστηκε στην Ρουμανία μέχρις το 1974.
Το 1938 τιμήθηκε με το Μέγα κρατικό βραβείο Πεζογραφίας και το 1951 στο Παρίσι με το ‘Χρυσή Δάφνη, πανευρώπης βραβείο’.

Ένα άσπρο τριαντάφυλλο της μνήμης θα χαρίσω να σε θυμίζει πάντοτε
να φέγγουν οι αιώνες.

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό
Ήτανε ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Ή μπορεί και να μην ήταν κανένα γραμμόφωνο
Και νάταν μόνο ένα τραγούδι.
Ένα ολομόναχο τραγούδι
Που ζητούσε ένα γραμμόφωνο
Για να πει τον καημό του…
Μια φορά κι έναν καιρό
Ήταν ένας έρωτας.
Ένας ολομόναχος έρωτας
Με μια πλάκα στη μασχάλη
Που γύρευε ένα γραμμόφωνο
Για να πει τον καημό του:
Έρωτα μη σε πλάνεψαν
Άλλων ματιών μεθύσια
Και μες στα κυπαρίσσια
Περνάς νεκρή σκιά.
Έρωτα αδικοθάνατε
Έρωτα χρυσομάλλη
Αν σ’ είδαν με μιαν άλλη
Ήταν η Λησμονιά…
Μια φορά κι έναν καιρό
Δεν ήταν ούτε ένας έρωτας
Ούτε ένας πόνος.
Ούτε ένας καημός
Παρά μισός έρωτας, μισός πόνος
Μισός καημός
Και μια σπασμένη πλάκα στη μασχάλη
Που τραγουδούσε το μισό σκοπό:
Έρωτα μισέ…Έρωτα μισέ…
Θεέ μου! Δε βρίσκεται
Ένα συμπονετικό χέρι
Να σηκώσει τη βελόνα
Και να ακουστεί ξανά
Ολόκληρο το τραγούδι
Ολόκληρος ο έρωτας
Ολόκληρος ο πόνος;
Έρωτα μη σε σκότωσαν
Με μαγεμένα βέλη
Έρωτα Μακιαβέλη
Αγαρηνέ φονιά.
Τα μάτια που σε χάιδεψαν
Με δάκρυα πικραμένα
Καρφιά ήταν πυρωμένα
Κι η αγάπη μια απονιά…

ΑΝΤΙΟ ΑΙΩΝΙΑ ΑΓΑΠΗ
Αυτές τις ώρες τις ασάλευτες
Τις νύχτες τούτες τις μολυβένιες
Τις καρφωμένες πάνω στα Μεσάνυχτα…
Σ’ αυτό το τέρμα της νεκρής γραμμής
-όπου μ’ άφησες φεύγοντας-
Μαζί με τη νιότη…
Σ’ αυτή τη σκοτεινή σήραγγα
(το άπιαστο τούτο χάος)
Μια πιθαμή μακριά απ’ το Τίποτα…
Στέκομαι σαν πλίθινο άγαλμα
Και τραγουδώ- βραχνιασμένος σολίστας-
Σ’ ένα κόρο από κωφάλαλα πουλιά
Πάνω σ’ αυτόν το βράχο…
-τον ομογάλακτο αδερφό μου-
Έσκυψα. Για να φυτέψω όλα τα δάκρυα
Που κατάπια στο μάκρος της ζωής.
Και να ξεριζώσω ένα- ένα
Τα μαχαίρια που μούρριξαν από πίσω.
Μ’ αποχαιρέτισες παγερά
Ανεμίζοντας ένα μαύρο μαντήλι
Χωρίς να σκεφτείς πως κείνο το μαντήλι
Ήταν το μαύρο πανί
Που βάζουν στα μάτια των μελλοθανάτων
Οι παλιοί δήμιοι της Ουαλίας
Λίγο πριν σηκώσουν το τσεκούρι.
Τώρα κείνο το μαντήλι ανεμίζει
Σαν σημαία στο κάστρο της Απελπισιάς μου.
Κι εγώ, κλεισμένος σε μια αίθουσα βουβή,
-και φορώντας για μάσκα την παλάμη μου-
Απαγγέλω σπαραχτικά
Τον τελευταίο μου ρόλο.
Όμως ξέρε το…Στο τέλος αυτού του ταξιδιού
Σε περιμένει το τέρας της Μοναξιάς
Οι φουρτούνες ενός ωκεανού από άμμο
Η λαχτάρα του γυρισμού
Μα εγώ για να τον ματαιώσω,
-Μαζί με τους κάβους και τα σκοινιά-
Έκοψα και τα χέρια μου!
Πικρή βαρυθυμιά με γέμισε
Πολλή σιωπή έσπειρε πίσω σου
Το τελευταίο σου «έχε γεια».
Ήταν η τελευταία βολή
Πάνω στο βασανισμένο μαξιλάρι
Της επιθανάτιας αγωνίας
Της Αγάπης μας.
Η γη που διάλεξες τώρα βουλιάζει
Ήταν ένα νησί-μνήμα. Όπου
Μαζί με τα ξεμαλλιασμένα κύματα
Σε θρηνούν κι οι γλάροι
Που πέθαναν στο διάστημα.
Έφυγες μέρα. Τόξερες γιατί…
Για να μ’ αφήσεις και τους εφιάλτες της μέρας
Γιατί της νύχτας- τόξερες- μου ανήκαν όλοι.
Έφυγες μέρα…για να σε χάσω-
Μαζί με τη μέρα…

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ
Ένα φεγγάρι εκρέμουνταν στην αγριελιά κλαμένο
προχτές που φέραν τέσσερεις το Βάγγο χτυπημένο.
Κι είχε μια αχνάδα η όψη του, μια μελανιά η θωριά του-
μια αγριάδα του θανάτου.
Μαζί τους κατηφόριζε κι ένα δροσάτο αγέρι.
Μια καλονιά απ’ τη Ρούμελη χλωμή σαν τ’ αγιοκέρι.
Με λίγα αμίλητα παιδιά κομμένα απ’ τα γιουρούσα-
και μια σκυλίτσα ρούσα.
Τον στρώσαν σε ψηλόν οντά με τα φαντά σεντόνια
(κι απ’ τα κονίσματα ψηλά σιγόσταζε η συμπόνοια).
Κι ένα λουλούδι που άλαλο κούρνιαζε σαν τον σπίνο
σκύβει να δει κι εκείνο.
Τα παραθύρια σβήσανε κι απόμειναν κλεισμένα
μη δουν κεφάλια ξέπλεκα και μάτια δακρυσμένα-
τ’ αστέρια, που κατέβηκαν τούτα τα κρύα βράδυα,
για να φυλάξουν βάρδια.
Θρηνολογά η κουφοξυλιά, δέρνονται τ’ αρμυρίκια.
Κλαιν οι οξυές φύλλα χλωμά, κλαιν τα γκρεμνά χαλίκια.
Κι ένας τσομπάνος άπραγος με το ραβδί που εκράτα
δέρνει τρελά τα βάτα.
Τον είχε ο λόγγος σταυραϊτό, τα τρίκορφα γιορντάνι.
Τον είχε η λεύκα ψυχογιό, τα διάσελα καπλάνι.
Τον είχε η σύναξη αδερφό και το καπετανάτο-
φλουρί κωσταντινάτο.
Περνάν και τον θρηνολογούν, περνάνε και τον ραίνουν.
Λυπητερά μαλώματα, κακιώματα του κρένουν.
Κι ο Βάγγος τους χαμογελά από το προσκεφάλι-
σαν κόρη που ’χει σφάλει.
Διαβαίνουν οι γερόντισσες και χύνουν τα μαλλιά τους.
Περνούν κι οι νιες και χύνουνε ρόδα- τα μαγουλά τους.
Περνάει κι ο Πικρό-Χάροντας κι απ’ τ’ άτι ξεπεζεύει-
ο Βάγγος για ν’ ανέβει…

ΕΡΩΤΙΚΟ
Ήρθε.
Και φώτισε την καταπακτή μου.
Κι έγινε φως. Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω.
Ένα μόνο ξέρω.
Πως έχασα τη γη.
Ήρθε.
Και ξοπίσω της έτρεχαν ξυπόλυτες
ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες
παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.
Ήρθε.
Κι έφυγε τρομαγμένη η πίσσα
σκορπώντας τα μαύρα της δάκρυα,
ενώ κάτι μεθυσμένοι κορυδαλλοί
ανεβοκατέβαιναν σα σαλτιμπάγκοι.
Ήρθε.
Κι ένα χελιδόνι
-καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς-
σταμάτησε κι άπλωσε τις φτερούγες του
πα στο σταυρό της κοντινής μας εκλησσίας.
Αγάπη!
Για να ζήσης ήρθες
ή για να σταυρωθείς;

ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ
Βαρέθηκα να γεύομαι του λιοπυριού τα πάθια
Τις λάβρες του χινόπωρου του χειμωνιού τ’ αγιάζι.
Γιόμισε αρμύρα ο κόρφος μου και κουρνιαχτό η θωριά μου.
Βάρην’ η κάπα μου απλυσά και τα σκουτιά μου λάσπη.
Θέλω κλινάρι σπιτικό, μιντέρι πουπουλένιο.
Θέλω ψωμί απ’ τη μάνα μου νερό απ’ την αδερφή μου,
καμώματα απ’ τις λυγερές κι ορμήνια απ’ τους γερόντους.
Θέλω να φάω σε σοφά, να κάτσω σε κατώφλι.
Να πιω ρακί στον καφενέ, να βγω στ’ αλώνια τσάρκα.
Να πάρω τους παλιόφιλους να πάω κατά τη δέση,
κατά τη νεροσύναξη που βράζει το φουστάνι.
Να πώ κουβέντα δίγνωμη, πειραχτικό στιχάρι.
Να μπει η γριά μου σε μπελά κι ο κύρης μου στα λόγια.
Να μπει ο παπάς στο ιερό και διάκος στο άγιο βήμα.
Να μπει κι η κ λ η μ α τ ό β ε ρ γ α να δέσει δυό κορμάκια.
Αχ…Χίλια «θέλω» θέλω εγώ κι ένα «μπορώ» δεν έχω.
Τι έχω δουλειά στα διάσελα, δουλειά στ’ απανωκόρφια.
Φυλάω τ’ απάτητα βουνά μη μας τα διαγουμίσουν.
Φυλάω τα καραούλια μας απ’ του κιοτή το μάτι.
Και την ανάβρα του νερού μην τη μολέψει ο σκύλος.
Τηράω ζερβά, τηράω δεξά, τηράω τα μπρός – τα πίσω.
Μην κάνουν τον ανήφορο του κάμπου οι πουλημένοι.
Έχω δουλειά, κάμπε μ’ πικρέ, έχω χουσμέτι ακόμη.
Θερίζω και βωλοκοπώ την ξενική τη φύτρα.
Και βοτανάω τον τόπο μου απ’ τα πικρά τ’ αγκάθια.
Πρέπει να μάσω φρύγανα να κάψω την πανούκλα.
Ν’ ανοίξω στράτα γιορτινή να ροβολήσει ο αντάρτης.
Να στρώσω και χρυσό θρονί να κάτσει η Λευτεριά μας!

ΤΑΕΡΓΑ ΤΟΥ

Διηγήματα:
Τα πλοία δεν άραξαν, Περιμένονταςτο ουράνιο τόξο, Γλυκοχάραμα…

Αυτοί που φέρανε την καταχνιά, Βουρκωμένες μέρες, Το τραγούδι των διψασμένων.

Μυθιστορήματα.

Έκσταση, Καληνύχτα ζωή, Τα πλοία δεν άραξαν, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος,Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους, Οδός αβύσσου αριθμός 0, Το ρολόι του κόσμου χτυπάει μεσάνυχτα, Η φυλακή του κάτω κόσμου, Θυμωμένα στάχυα, Το κρασί των δειλών, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, Ο άγγελος με τα γύψινα φτερά, Συννεφιάζει, Μπάτ Τάι, Ταξίδι στην απεραντοσύνη

Βιογραφίες.
Ο λυράρης (Μιλτιάδης Μαλακάσης).Ο κονταρομάχος (Κώστας Βάρναλης).
Ο εξάγγελος (Άγγελος Σικελιανός).

Ποίηση.
Κραυγή στα πέρατα, Τραγουδώ για την Κύπρο, Το σπαθί και το φιλί,
Κοντσέρτο για δυο μυδράλλια κι ένα αηδόνι, Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς.
Θρηνολόι και άσμα για το σταυρωμένο νησί, Πυρπολημένη μνήμη, Της γης οι αντρειωμένοι.
Θεατρικά.
Οι κεραυνοί ξεσπούν, Οι αρχιτέκτονες του τρόμου, Ανθισμένο όνειρο,
Ταξίδια του χαμού, Πικρή θάλασσα, Θα κλάψω αύριο, Οι Δήμιοι με τ’ άσπρα γάντια.

Πολιτικά δοκίμια.
Ο μεγάλος Δεκέμβρης.

Παιδική λογοτεχνία
Ο Ηρακλής, Ο Δαίδαλος, Ο Θησέας.

Μεταφράσεις.
Εουτζέν Ζεμπελεάνου, Το λουλούδι της στάχτης.
Χορία Λοβινέσκου, Άσπιλα και αμόλυντα.

Τάκις Τζίβας

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close