Παραμύθι – Αναμνήσεις

Αναμνήσεις από αξέχαστα γλέντια στο χωριό. -Χατζίνας βιολί, Φουρλέκας κλαρίνο κ.α.

Χωριό μου, τόπε ιερέ, ψυχής μου άγιο σπίτι,

σ’ αναζητώ κάθε στιγμή και σαν τον Οδυσσέα,

καρτερώ μαρτυρικά πότε θα σ’ αντικρύσω

να γονατίσω, ευλαβικά το χώμα να φιλήσω…Διαβάτη, εσύ που με ακούς, έλα να σ’ οδηγήσω, στους θησαυρούς του τόπου μου, αφού κι εγώ ο ίδιος, δε νόησα ο αφελής κι έφυγα για τα ξένα…Μείνε μαζί μου σου ζητώ, μόνο για λίγες ώρες και μονοπάτι ανηφοριάς, πάρε και ακολούθα, ψηλά πάμε στ’ αγνάντεμα, εκεί στο «ραχανάκι». Σκιρτά, δονείται η καρδιά, μες το ναό της φύσης, στους ψίθυρους των μελισσών, που ψάχνουν να χαρίσουν στα μύρια μοσχολούλουδα, στης μυγδαλιάς μπουμπούκια, γλυκά φιλιά ερωτικά, με των πουλιών τραγούδια. Ένα χαλί πολύχρωμο, ποικιλοκεντημένο, ξανθομαλλούσας Άνοιξης, κορμί Θείο στολίζει…

THANA PHOTO (62)

Πολλές φορές κοιμήθηκα, στου λόφου τη γαλήνη και τα πουλάκια φρόντιζαν, να ’ναι γλυκύς ο ύπνος. Οι ευωδιές των λουλουδιών, βάλσαμο, Θείο μύρο, σημάδια ανεξίτηλα, αιώνια συντροφιά μου… Στα δυτικά αγνάντεψε, τον κάμπο της Μπολλέτας τις ανθισμένες κερασιές, νύφες που καρτερούνε, τα κόκκινα πετράδια τους, στον ήλιο να τα δείξουν.

Ακόμα στ’ ανατολικά, απλώνεται η Τεγέα, πνιγμένη μες το πράσινο, στα  οπωροφόρα δένδρα. Στο βάθος νοτιότερα, ο Πάρνωνας φαντάζει, με τις αμέτρητες πηγές, και τα ψηλά πλατάνια. Το βλέμμα σου νοτιοδυτικά, λίγο και ξεκουράσου, στο βλοσυρό παράστημα, και στα λευκά τα γένια τ’ αθάνατου Ταΰγετου, φύλακα των ανέμων. Θυμίζει πάντα στους θνητούς, ασημαντότητά τους και καρτεράει την Αυγή, στο στόμα να φιλήσει.

Τώρα αργά, στα δυτικά και βόρεια θα βρεθούμε, εκεί που Νύμφες κατοικούν, που λούζονται τ’ αηδόνια, ακούγονται γλυκόηχοι, φλογέρας ξελογιάστρας απ’ του Μαινάλου τις κορυφές, τα σκιερά ελάτια. Μείνε εκεί μες στις πηγές, μην ξεστρατίζεις άλλο, στο ανθοκέντητο χαλί, γείρε κι αποκοιμήσου.

Σαν θα’ ρθει το κοντόβραδο, πάλι θα πορευτούμε

μη χάσουμε γάμο όμορφο, ορχηστροσυναξάρι.

Χίμιζα κακοτράχαλη, γερόντων εφιάλτη, θυμάμαι πως κατέβαινα γρήγορα για να φθάσω, μες του Κατσένη τις ιτιές, της Σβόλαινας πηγάδι. Όμορφες, καταπράσινες, το πέτρινό του στόμα, φυλούν και καθρεφτίζονται, στα κρύα τα νερά του…

Συνομιλούν στις καρυδιές, που έφτιαχναν αψίδα

καθώς ο δρόμος διάβαινε, κάτω απ’ τη σκιά τους.

Ποιός άκουσε και ξέχασε, άσματα των ασμάτων, τη συναυλία των βιολιών, της λύρας, της φλογέρας; Τόλεγε ο μαυροκότσυφας, τ’ αηδόνι μεθυσμένο μες τα πυκνά φυλλώματα, το ταίρι του πλανεύει…

Τα κρυφτοπούλια στις δροσιές, με τη γλυκιά φωνή τους

ύφαιναν ύμνους μαγικούς, τ’ Ορφέα μελωδίες. Σαν μια αιωνιότητα, στιγμές που δε ξεχνιούνται, χαράχθηκαν μες την ψυχή, ευλογημένες ώρες…

-Σταμάτησε ο γέροντας, έγειρε το κεφάλι, σκούπισε στ’ ακροδάχτυλα το δάκρυ που κυλούσε κι αναστέναξε βαθειά, ανάσα για να πάρει… Κι ο εγγονός, που αχόρταγα τα λόγια του ρουφούσε:

«Πες μου παππού μη σταματάς, όλο το παραμύθι»…

Βύθισε ο γέρος στα μαλλιά, τη ροζιασμένη χούφτα

και στου μικρού το μέτωπο, απλώθηκε η γαλήνη… Θύμησες γιε μου, θύμησες… μοιάζουν με παραμύθι… Αχ! να γινόμουν μια στιγμή, πουλάκι να πετούσα, ν’ αγνάντευα τον τόπο μου, κάθε γωνιά που πήγα…

Ως τα Ζαΐμια, που έβοσκα παιδί πρόβατα γίδια, στου Ρέντζιου εκεί τις μυγδαλιές, στης αλεπούς την τρύπα. Στις γούβες, όπου ρίχναμε πρόβατα να πλυθούνε, στ’ Αγιάζι και στο Πρόρεμα, Τρύφα και Αλαγκόγκα

και στην Τραγάνα έπειτα, σταφύλια για να κλέψω. Κλεισούρες και Πλατώματα, Λάζι, στο Βολημίρι. Να φθάσω στις Κατσικαλιές, στη Βρύση, στον Αϊ Θύμη, στη Ντάντη Ράχη στην κορυφή, πιο κάτω στον Αϊ Γιάννη νερό να πιω να δροσιστώ, άπ’ το βαθύ πηγάδι. Στα περιβόλια να διαβώ, πέρα στο Τουρκοδέντρι, με μύγδαλα τις τσέπες μου στου Ίσκα να γεμίσω. Κατάκοπος αργότερα, στις Ράχες ν’ αγναντέψω, Τριπολιτσά την όμορφη, τον κάμπο της Τεγέας. Δυο βήματα για να βρεθώ, στου Στόϊα το μετόχι βράχο σαν κάθισμα να βρω, τα μύγδαλα να σπάσω. Δεν το μπορώ, κουράστηκα, στα μέρη όλα να πάω, γέρασα και δε με βαστούν, περισσότερο τα πόδια. Σα νύχτωνε, να πήγαινα φίλους να ανταμώσω, στου Ντάμουρα το μαγαζί, μαζί κρασί να πιούμε…

Το Γούτο ν’ αντάμωνα, τον άσσο της μαχαίρας

και τον Μεϊντάνη τον «τρελό», το «γαύρο» το Φρατάρα

Σταύρο Λουλούκα, μπεσαλή, Μικρό, πανουργοπλάστη

ζηλεύει του την πονηριά, και η αλεπού ακόμα.

Έπειτα, στα επόμενα, στου Γκούρλα, στου Κορτσέκλα,

στου Κοκκινέλη, του άρχοντα, μη τους κακοκαρδίσω.

Σίρμπη να βρω τον δίμετρο, το βιολιστή Χατζίνα, τον Αποστόλη το Νενέ,

σ’ όλα τα γλέντια μέσα, Σταύρακα Τσίπη που ποτέ, καρδιά δε σου χαλάει, τον Πάπα Δάμη το νταή, πανάξιο ποιμένα, που της οργής του τη φωνή, τρόμαζαν και οι πέτρες. Στο χέρι του για τιμωρό, κρατούσε τη μαγκούρα, για να τσακίζει τ’ άδικο, να διώχνει τους «δαιμόνους».

Να πείραζα καλόκαρδα, Γρηγόρη του Μαννέτα,

που σαν μεθύσει σε χορό μονάχος του χορεύει.

Μαϊντρίνη ,που νερό ποτέ, στο στόμα του δε βάζει

λέει υπάρχει κίνδυνος, τ’ άντερα να σκουριάσουν!

Έχει ισάξιο σύντροφο, το Γιώργη τον Καβούκη

πέντε αγόρια ανάθρεψε και «προίκα» δε χρωστάει.

Προσπέρασα ξεχάστηκα, δε θα με συγχωρήσει Μανώλη Μπάρκα μαγαζί, κούπα να με κεράσει. Να χαιρετίσω τα παιδιά, που τραγουδούν και πίνουν.

Το γίγαντα το Χουλιαριά, που τα παιδιά τρομάζει, το Χόχολη τον άρχοντα, το λυκοφαμελιάρη, Κώστα Ριγάκη μερακλή, με το στριφτό τσιγάρο και το Ζουμή, τον κυνηγό, παραμυθά μεγάλο, με καρακάξες κι αλεπού, πλούσιο τραπέζι στρώνει, περιστεράκια και αρνί γάλακτος τα συστήνει κι απόψε έχουνε μεζέ, τάχα τι τους ταΐζει; Άργησα, αφαιρέθηκα, τρέχω για να προλάβω της πάνω ρούγας μαγαζιά, φίλους να χαιρετίσω.  Στου «Γούβη» πρώτα  να σταθώ, του φωτισμένου ανθρώπου, διδάσκαλος ολημερίς, το βράδυ ταβερνιάρης, ανάσαινε την κούραση, πόνο συγχωριανών του, που τα παιδιά τους γράμματα με χίλιους δύο τρόπους, πάσχιζε για να μορφωθούν, μη μείνουνε «ντουβάρια». Στου γέρο Βάγια να σταθώ, δυο κούπες ξεροσφύρι και στου Καστρίτη τελικά, ζαλίστηκα, να κάτσω… Να δω το Λιόντα τον Ψηλό, το φύλακα Λυκούρα, Νίκο Γκορίτσα συνετό στα λόγια και τις πράξεις και τον Αργύρη Μπολοβή, τον κοσμογυρισμένο. Γιώργη Κουρέα, πρόβατα τα κούρευε στην «πέννα» το νοικοκύρη τον τρανό, το Ρέντζιο το Μανώλη, πρόεδρο τον ατσαλάκωτο, το Γιώργη τον Κουγιούφα.

Στου Κοκκοράκη τελικά, όλη η τρελή παρέα

να πούμε για τα βάσανα, με όμορφα τραγούδια…

Σας χαιρετώ από καρδιάς, μια κούπα στην υγειά μας, ας πιούμε τι κουράστηκα, άλλο να τριγυρνάω… Σίγουρα ξέχασα πολλούς, ας μου το συγχωρήσουν γέροντας είμαι και ξεχνώ, όμως θ’ ανταμωθούμε

όλοι μαζί, στερνή φορά, στα λεύκα του Κατσένη… –

Έγειρε ο γέρος, έκλεισε μάτια και ταξιδεύει και ο μικρός, τον σκέπασε,

«παππού αποκοιμήσου».

ΤΑΚΙς ΤΖΙΒΑς

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close