Πάσχα στο χωριό Θάνα μιας άλλης εποχής
Πέρασε κι αυτό το Πάσχα, ‘Χριστός Ανέστη’ αδέρφια απανταχού της γης. Είναι από τις λίγες φορές εδώ και πολλά χρόνια, που γεμίζει η εκκλησία μας με κόσμο και αλλάζουμε κάποιες ευχές και κουβέντες με τους συγχωριανούς μας, έπειτα αρχίζει πάλι η ίδια ρουτίνα, η επικοινωνία μεταξύ μας απόμακρη ηλεκτρονική, ελάχιστη…
Σκαλίζοντας τις στάχτες του μυαλού ήρθαν εικόνες από τις γιορτές Πάσχα, μιας άλλης εποχής, της δεκαετίας του εξήντα. Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε…Έθιμα, συνήθειες, μόνο ο ‘οβελίας’ πεισματικά αντιστέκεται και τα κόκκινα αυγά δίνοντας έναν πανηγυρικό τόνο και λαμπρότητα στην ημέρα αυτή…Το χωριό μας θυμάμαι τότε, έσφυζε από ζωή, διακόσια παιδιά του δημοτικού κι άλλα τόσα μέχρι δέκα οχτώ χρόνων, μπορεί κανείς να φανταστεί το τι γινόταν…Κάθε μάντρα υποχρέωση να είναι ασβεστωμένη, τα σπίτια έλαμπαν στην κυριολεξία σαν κάποιον να περίμεναν, οι πιτσιρικάδες όλοι ξελιθάριζαν όλο το χωριό να περάσει ο Επιτάφιος. Τότε έκανε τον κύκλο σχεδόν του χωριού και σε κάθε σταυροδρόμι σταματούσε να διαβάσει ο ιερέας μερικές ευχές. Όλες οι προεργασίες είχαν τελειώσει σχεδόν την Μεγάλη Τετάρτη.
Τ’ αγόρια αλώνιζαν το χωριό, μεθούσαν με τις μυρουδιές, κάπνιζαν οι φούρνοι, μοσχοβολούσαν τα κουλουράκια και τα εδέσματα που ετοίμαζαν οι νοικοκυρές κι όσο έσφιγγε η νηστεία τόσο εμείς χορταίναμε την πείνα μας περιπολώντας τις γειτονιές και σφίγγοντας πιο πολύ τη λουρίδα…Ξεχνούσαμε την πείνα μας υπηρετώντας με πάθος ένα παλιό έθιμο, να φτιάχνουμε για την Ανάσταση ‘πετρακλίδια’. Ήταν μικρά αυτοσχέδια βαρελότα σε σχήμα τριγωνικό, σαν μικρά μπακλαβαδάκια. Χρησιμοποιούσαμε άδειες σακούλες από λιπάσματα και τσιμέντα, τις κόβαμε λουρίδες και τις τυλίγαμε πολλές φορές προσθέτοντας στην καρδιά λίγο μπαρούτι. Ήταν σχεδόν ακίνδυνες αφού η ποσότητα πυρίτιδας ήταν ελάχιστη. Όμως φτιάχναμε τόσα πολλά που κάναμε τις ημέρες Μεγάλο Σάββατο και Ανάσταση να μοιάζει το χωριό ως εμπόλεμη ζώνη…Μεγάλη Παρασκευή…αυτή η μέρα δεν ξεχνιέται…
Χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα, όλα τα παιδιά στα χωράφια μαζεύαμε αγριολούλουδα για τον στολισμό του Επιταφίου, η φύση, τα πουλιά ο αέρας σου έφερναν μια γλυκιά μέθη και θλίψη μαζί. Οι κοπέλες, ως οι πιο κατάλληλες έκαναν το στολισμό του Εσταυρωμένου. Όλοι είχαν συμμετοχή και τα πιο μικρά παιδιά. Το βράδυ παρακολουθούσαμε με κατάνυξη την αποκαθήλωση του Θεανθρώπου περιφέροντας τον Επιτάφιο γύρω απ’ το χωριό ,σε κάθε σταυροδρόμι ξορκίζοντας το κακό…Μα για ένα παιδί το πιο σημαντικό πράγμα να θυμάται είναι αυτό που του ανεβάζει την αδρεναλίνη στα ύψη, ο κλεφτοπόλεμος με τα πετρακλίδια…Το βράδυ της Ανάστασης ο μακαριστός τότε παπά Δάμης και οι ψαλτάδες, τραβούσαν του Χριστού τα Πάθη μετά το «δεύτε λάβετε φως». Αυτοί λάμβαναν πυρ κατά βούληση…Κάποια χρονιά εμφανίστηκε στο μαγαζάκι της νεολαίας (Κορτσέκλα) ένα πετρακλίδι τεράστιο, 80 εκατοστά από γωνία σε γωνία και κατά τα λεγόμενα ένα μέτρο φυτίλι κι ένα κιλό μπαρούτι!!! Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα κι ο Παπά Δάμης έντρομος παραφύλαξε το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής και το κατάσχεσε, έτσι σώθηκε το καμπαναριό της εκκλησίας, εκεί σκόπευαν να το ρίξουν…
Έλα όμως που το απόγευμα της Λαμπρής κι ότι είχε ανάψει για καλά το γλέντι εμφανίστηκε να καπνίζει κοντά στους κύκλους του χορού. Τα παιδιά γνωρίζοντας περί τίνος πρόκειται είχαν απομακρυνθεί κάνα δεκαριά μέτρα μακριά και περίμεναν το μπάμ. Κάποιοι μεγάλοι το κλώτσησαν μακριά μα εμείς το ξαναστέλναμε κοντά τους, επαναλήφτηκε αυτό μερικές φορές, στο τέλος το πήρε ο πιο ψύχραιμος και το πέταξε στο άδειο σιντριβάνι στο κέντρο του χορού…
-Τζούφιο είναι μας κοροϊδεύουν τα παλιόπαιδα, αποφάνθηκε και το πράγμα ξεχάστηκε για λίγο. Ο ‘μπακλαβάς’ όμως συνέχισε να ψιλοκαπνίζει αλλά αργούσε πολύ-ένα μέτρο βραδύκαυστο φυτίλι είχε, υπομονή….Και πράγματι σε λίγο ένας εκκωφαντικός θόρυβος τάραξε τον αέρα, βιολιά πετάχτηκαν στον αέρα, κιθάρες ξεκουρδίστηκαν, κλαρίνα στράβωσαν τα κλειδιά, ολόλευκα πουκάμισα έγιναν κατάμαυρα, ο χορός διαλύθηκε κι όλα τα πιτσιρίκια γίναμε καπνός…Αλλοίμονο σε όποιο συλλαμβανόταν εκείνη τη στιγμή θα «μαρτυρούσε της μάνας του το γάλα». Μετά από λίγο καθάρισε ο καπνός, το γλέντι ξανάρχισε, αυτή τη φορά έβαλαν ομάδα περιφρούρησης αλλά εμείς τους φιλοδωρούσαμε ‘μπακλαβαδάκια’ από μακριά με τα λάστιχα…Παίρναμε το αίμα μας πίσω έπειτα από τόσο ξύλο και καταπίεση που δεχόμαστε ολόκληρο το χρόνο από τους μεγάλους.
Την επόμενη χρονιά προς μεγάλη μας απογοήτευση μας έφεραν τα όργανα της Τάξης, τους μπάτσους. Μα εμείς πάντα βρίσκαμε τρόπους να τους αναστατώνουμε, να τους χαλάμε τη σούπα, έστω κι από μακριά… Στο χωριό μας τις ημέρες αυτές τιμωρούνταν οι Ιούδες, οι σκληροί και άκαρδοι – τους γνωρίζαμε έναν προς έναν λες και μας ενέπνεε ο Χριστός να επιβάλουμε τη Θεία Δίκη…
ΤΑΚΙς ΤΖΙΒΑς
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.