Τσικνοπέμπτη 1972-73

Thana7

Περνάει ο καιρός, τα μαλλιά ασπρίζουν οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν.Σκαλίζοντας τα εφηβικά μας χρόνια ήρθαν στο νου σαν διαβατάρικα πουλιά κάποιες κωμικοτραγικές ιστορίες. Πλησίαζαν οι Απόκριες και το χωριό άρχιζε να ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον Καρνάβαλο. Τα ψαλίδια είχαν πάρει φωτιά, οι μικροί έφτιαχναν μάσκες από χαρτόνι, στολές με διάφορα κουρέλια, οι μεγαλύτεροι χαρταετούς σαΐτες και τα μεγαλύτερα παιδιά 17-18 χρονα παίδευαν το μυαλό τους πως θα το τσικνίσουν με κανένα κοψίδι.

Η παρέα των τεσσάρων από τις 7 πρωί τρίβουν τα χέρια τους να ζεσταθούν από το τσουχτερό κρύο κι έχουν σχηματίσει ένα πηγαδάκι στην πλατεία του χωριού περιμένοντας το λεωφορείο να πάνε για δουλειά

Το θέμα τους είναι η τσικνοπέμπτη.

Ρέε σεις! Ας βάλουμε από ένα ταληράκι ο καθένας να αγοράσουμε μισό κοτόπουλο και μπόλικο ψωμί και να την βγάλουμε

Τον αγριοκοίταξαν οι υπόλοιποι. Εσύ καλοπερνάς κωλόπαιδο εμείς δεν έχουμε ούτε τα εισιτήρια , Ταληράκι;;; μόνο παπαράκι!!! Κάποιο μικρότερο παιδί πλησίασε να κρυφακούσει το πλάκωσαν στις κλωτσιές και η συζήτηση έλαβε τέλος. Οι μέρες περνούσαν πλησίασε η παραμονή κι ακόμα δεν είχαν καταλήξει πουθενά. Ήταν έτοιμοι να το διαλύσουν και ο νεότερος εξ αυτών  τους έριξε την ιδέα

Μάγκες έχουμε πιθανότητες 90 τοις εκατό να το τσικνίσουμε, μόνο θα χρειαστώ έναν τσιλιαδόρο

Τα συμφώνησαν ,ένας θα έβαζε το κρασί το μόνο εύκολο, ο άλλος θα έφερνε μια φέτα τυρί, κι ο τρίτος ένα καρβέλι ψωμί. Ο καιρός είχε αγριέψει και είχε αρχίσει από νωρίς να χιονίζει. Τα τζάκια κάπνιζαν, τα ζώα μουγκάνιζαν οι νοικοκυρές μαγείρευαν κανένα κοτόπουλο  κι έριχναν στα κάρβουνα τα εντόσθια για το καλό της ημέρας, να τσικνίσει το σπίτι. Το μικρό κοτέτσι λίγο απόμερα από το σπίτι που έμενε ο ιδιοκτήτης του είχε κλείσει από νωρίς, ένα σύρμα συγκρατούσε την ξύλινη πορτούλα κλειστή, τόσα χρόνια και δεν είχε συμβεί το παραμικρό, δίπλα στην πόρτα κοιμόταν ο “μαλλιαρός”, φύλακας άγγελος του σπιτιού Άγριος, θηριώδης δεν πλησίαζε. ούτε γάτα, στο πρώτο γαύγισμα μια καραμπίνα έκανε την εμφάνισή της στο παράθυρο και τότε αλλοίμονο στον εισβολέα. Αυτό το δύσκολο κομμάτι,( να βγάλει από το παιχνίδι το σκύλο) δούλευε από καιρό ο φίλος μας όχι μόνο για το τσίκνισμα αλλά για να αποδείξει πως είναι ικανός για δύσκολες αποστολές

Μάζευε λοιπόν με υπομονή από το εστιατόριο που έτρωγε κάποια μεσημέρια τα αποφάγια, κόκκαλα από το χασάπη φίλο του και το βράδυ χωρίς να τον βλέπουν του πετούσε από μακριά ένα κόκκαλο , λίγο ψωμί με κάνα κοψίδι. Με τον καιρό ο σκύλος τον συνήθισε, στο τέλος έγινε τελείως φιλικός, τον χάιδευε έπαιζε μαζί του και κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα

 Εκείνο το βράδυ το χιόνι είχε φτειάξει ένα παχύ στρώμα 30 εκατοστών, όλα είχαν παγώσει, τα φώτα άρχισαν σιγά σιγά να σβήνουν κόντευε 10 και το παλληκάρι μας αφού έριξε μπόλικα ξεροκόμματα και μερικά κόκκαλα στο σκύλο, άνοιξε σαν κύριος την πορτούλα  και άρπαξε τον λυράτο κόκορα. Φεύγοντας φρόντισε μ’ ένα σάρωμα να σκεπάσει τα χνάρια του κι έφυγε προς εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο. Στο τέλος ο κόκορας κατέληξε στο μαγειρείο του Σχολείου, ένα δωματιάκι 2 επί 2 χτισμένο με τσιμεντόλιθους, στη νότια πλευρά στο πάνω μέρος ένας μικρός φεγγίτης φώτιζε αμυδρά το χώρο, ενώ για σκέπασμα πλάκα που έφερνε μια τρύπα για να φεύγει ο καπνός. Τα κούτσουρα τα είχαν ήδη ανάψει οι απομείναντες κι όλα ήταν έτοιμα να νοιώσουν την υπέρτατη απόλαυση της τσίκνας καθώς το στομάχι είχε φτάσει στην πλάτη. Καψάλισαν ψωμί πλακώθηκαν στα κρασιά σε λίγο μισοψήθηκε κι ο κόκορας ,στο τέλος δεν γνώριζαν αν μέθυσαν από την τσίκνα ή το κρασί. Κάποια στιγμή ο ένας προφασίστηκε πως θα πάει για κατούρημα.

-Κι εγώ ρε μάγκες έσκασα πάω να πάρω αέρα προφασίστηκε κι ο δεύτερος και ακολούθησε…

Ξαλάφρωσαν τα παλληκάρια τα είχε πιάσει η νύστα, η γαστέρα τους δεν χωρούσε άλλο φαγητό, ζαλισμένοι από το κρασί, για μια στιγμή κοιτάχτηκαν με νόημα.Πήραν ένα στυλιάρι που σφράγιζε την πόρτα του μαγειρείου απέξω, το πέρασαν στη χειρολαβή της σιδερένιας πόρτας και το κόντραραν στον τοίχο. Σα να μην έφτανε αυτό ανέβηκαν στη σκεπή και άρχισαν να ρίχνουν από την καμινάδα χιόνι στη φωτιά. Ένα σύννεφο καπνού σηκώθηκε οι δύο έμειναν μέσα πνίγηκαν, δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα χτυπούσαν την πόρτα, εκλιπαρούσαν να ανοίξουν, οι μάγκες τους σφράγισαν και τους παράτησαν στην τύχη τους. Στα ριζά του μαγειρείου υπήρχε  μια τρύπα που είχαν ανοίξει για να φεύγουν τα νερά της καμινάδας κατά τον χειμώνα, εκεί λοιπόν βρήκαν σωτηρία για να πάρουν λίγο οξυγόνο. Ξάπλωναν στο έδαφος, πλησίαζαν το πρόσωπό τους κοντά στην τρύπα κι έπαιρναν ανάσες. Πέρασε κάνα μισάωρο ο καπνός υποχώρησε, το κρύο άρχισε να τους περονιάζει, έπρεπε να φύγουν το συντομότερο από εκεί. Η μόνη διέξοδος ο μικρός φεγγίτης, όμως αυτός είχε σκευρώσει και δεν άνοιγε,έσπασαν το τζάμι και ο πιο μικρόσωμος με τη βοήθεια του φίλου του κατάφερε να χωρέσει και να κάνει βουτιά κρατώντας με τα δόντια του το μπούτι του κόκορα πάνω στο χιόνι!!! Την επομένη έπεσαν κλωτσιές μπουνιές και η παρέα διαλύθηκε αναζητώντας άλλες συμμαχίες. Φυσικά δεν διέρρευσε τίποτα παρά τις έρευνες του αγροφύλακα. Το μόνο που έχει μείνει ως και σήμερα είναι το ότι έκανε σάλτο «με το μπούτι στο στόμα»

Τάκις Δημητρακόπουλος (Τζίβας)
8-2-2017

 

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close