Ο θρήνος του παλληκαριού
Έχουν περάσει 197 χρόνια από την ύπουλη δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη στην αγωνιώδη πάλη που έκανε απέναντι στην Τουρκική τυραννία. Ένας ολόκληρος λαός οδηγήθηκε σε αιώνια σκλαβιά και πληρώνουμε ακόμα το τίμημα της ψεύτολεφτεριάς μας. Θα κρατάμε αναμμένο το κεράκι της Μνημοσύνης όσο αναπνέουμε. Οι ΄γενναίοι πρέπει να παραμένουν βαθιά στην ψυχή μας, λαμπρά παραδείγματα για το μέλλον.
O ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ
«ΠΑΝΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ»
Πέρασαν χρόνια αμέτρητα – εννιά γενιές• κι ακόμα
κανείς δε σε θυμήθηκε, πυκνό της λήθης πούσι
σε τύλιξε και σε κρατά, σ’ ανήλιαγο παλάτι…
Μόνο το μαύρο άλογο, νυχτιές χωρίς φεγγάρι
όταν βογκάει ο βοριάς κι όταν θρηνεί ο γκιώνης
άγριο, αχαλίνωτο, της Χίμιζας κοτρώνια
συνθλίβει με τα πέταλα, τη λύπη του να κρύψει…
Και ήρθε βράδυ σκοτεινό, κουράστηκε να τρέχει,
κάλπασε εκεί που έπεσες, με της οπλής το νύχι
έσκαψε λάκκο κι ευθύς, στη γη ριζοπετρώνει.
Εδώ ουρλιάζει ο βοριάς, τον εκλεκτό σκοτώσαν
άθλια και τρισάθλια, χέρια αδελφοκτόνα.
Εδώ η βροχή κλαίει κι αυτή, το διαλεχτό βλαστάρι
της κλεφτουριάς αετόπουλο, γιό του Κολοκοτρώνη.
Εδώ ξεφύτρωσε ελιά, σε όλους να θυμίζει
πως τ’ αγαθά της λευτεριάς, πληρώθηκαν με αίμα…
Ποτέ δε σε ξεχάσαμε, Γιέ μου ψέματα λέω.
Ακούγαμε τον καλπασμό χρεμέτισμα αλόγου,
που ψάχνει με απελπισιά σέλλας τον αναβάτη.
Σε θύμιζε, χρόνια πολλά Σταυρός κυπαρισσένιος
θέαμα μελαγχολικό, στα βράχια καρφωμένος.
Ξωμάχοι τα καπέλα τους έβγαζαν σαν περνούσαν
με σεβασμό, μα και οργή, στον άδικο χαμό σου.
Ήσουνα ήλιος φωτεινός στο άλογό καβάλα,
μα η Διχόνοια η δολερή η εχινδομαλλούσα
ποτέ της δε συγχώρησε, την τόση λεβεντιά σου.
Όπλισε χέρι φονικό, σε πήρε το κατόπι
ανέντιμα, πισώπλατα ζητάει τη ζωή σου•
στέμμα να βάλει στα μαλλιά, με αίμα σου βαμμένο.
Λύγισαν δένδρων οι κορφές φιλήσανε το χώμα
και τα σπαρτά δε φύτρωσαν πουλιά δεν κελαηδήσαν,
οι κοπελιές οι όμορφες τα μαύρα ρούχα βάλαν
τ’ Αϊ Θύμη στέρεψε πηγή κρύο νερό δεν τρέχει
φλογέρα δεν ακούστηκε ξανά σ’ αυτά τα μέρη
κι ο γκιώνης, νύχτες σκοτεινές, θρηνεί για το χαμό σου…
Γερόντισσα Πατρίδα μου, τα διαλεχτά σου τέκνα
μες την αιωνιότητα, πες μας πως το αντέχεις
Διχόνοιας χέρι φονικό, πάντοτε να θερίζει;
Ω ! ζευγολάτες δύστυχοι, το ίδιο έργο πάντα.
Εσείς τη γης θα οργώνετε, με μόχθο και με πόνο
θα σπέρνετε χρυσούς καρπούς, ποτίζοντάς τους μ’ αίμα
μα σαν θα έρχεται η στιγμή, συγκομιδής η ώρα
άλλοι θα δρέπουν τους καρπούς, και τα δικά σας κόπια…
Ετούτα συλλογίζεται, ο τραγικός πατέρας
τόσους θανάτους μπόρεσε, τούτον δε τον αντέχει.
Χάθηκε αυτός που θ’ άλλαζε, τη μοίρα των Ελλήνων
που στο σπαθί του ορκίζονταν, ακόμα και οι εχθροί του.
Το δάκρυ στα ματόκλαδα, πέτρωσε δεν κυλάει
το σώμα του παρέλυσε, ψυχή απονεκρώθει…
Τόξερε… θα ’ρθει η στιγμή, να πιει πικρό ποτήρι
κρυφή ελπίδα έτρεφε, μήπως την ξεγελάσει
τούτη την αδυσώπητη, θανατηφόρα μοίρα.
Ποτέ δε σε ξεχάσαμε, γνωρίζουμε το χρέος
και στους αιώνες, πάντοτε Έλληνες θα θυμούνται
Κολοκοτρώνη τη γενιά, μ’ αγάπη, ευγνωμοσύνη…
Μάρτυρες όσων ομιλώ, τα δύο εκκλησάκια
χτίστηκαν όταν κόπασε το ουρλιαχτό των λύκων
από ανθρώπους πάμφτωχους, μνήμες μην ξεθωριάσουν.
Το ένα το είπαν Θεόδωρο, με πόρτα προς το Νότο
να αγναντεύει το Βουνό, Πάνο να ξαγναντίσει.
Το δεύτερο αργότερα, το είπαν Κατερίνη
φέρνει κι αυτό το όνομα, λεβεντογέννας μάνας.
Έχει την πόρτα στο βορρά, Συλίμνας κορφοβούνια
βιγλίζει, μάταια καρτερεί, το Γέρο Θεοδωράκη
να πάρει τα στρατεύματα, τον Πάνο της να σώσει.
Υπάρχουν βράδια σαν περνάς, πεζός ανάμεσά τους
που ακούγεται βουβός λυγμός, ανεμομοιρολόϊ…
Κι ο Πάνος ο τρανόψυχος, διαθήκη είχε αφήσει
στον τόπο που ξεψύχησε, κανείς να μην τολμήσει
να στήσει μνήμα ιερό, εις μνήμη της Διχόνοιας…
Μονάχα το βοσκόπουλο που’ δε το φονικό σου,
έφτιαξε ξύλινο Σταυρό, τον κάρφωσε στα βράχια.
Και οι χωριανοί, δεν ξέχασαν το μέγα τους το χρέος
χτίσαν Ναό περίλαμπρο, στο κέντρο του χωριού τους
τον ονομάσαν Παναγιά, να σε θυμούνται πάντα.
Σήμερα, γονατίζουμε, ξανά να ορκιστούμε
στην «πετρωμένη σου ψυχή» και στη σεπτή σου μνήμη
πάντοτε φύλακες πιστοί, στους νόμους της πατρίδας.
Ν’ άχουμε αγάπη στην καρδιά, τροφή μας η αλήθεια
το δίκιο να μοιράζουμε, διώκτες της διχόνοιας.
ΤΑΚΙς ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟς (Τζίβας)
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.