«ΒΟΥΝΟ»
Σε κάθε νυχτοπάλεμα, με της οργής τα πάθη
πνιγμένος σ’ άγρια κύματα, τα χέρια μου απλώνω
ν’ αδράξω μια αχτίδα σου κι απ’ το πηχτό σκοτάδι
να ψαχουλέψω τις σκιές, το φως να σεργιανίσω…
Τα γήινα φαντάσματα και τις Ανάγκης τέκνα
πέτρα στα στήθη μου βαριά και πώς να τη σηκώσω…
Κάθε φορά που βρίσκομαι, στο ίδιο μονοπάτι
που πάτησαν τα πόδια σου, κήπος παραμυθένιος
απλώνεται στα μάτια μου, τα άψυχα γελούνε,
μικρό παιδί που χαίρεται, τις ομορφιές τις πλάσης.
Μα δεν κρατά τούτο πολύ, ανάξιοι δεν μπορούνε
τη στράτα αυτή την ιερή, για να την περπατήσουν,
ακάθαρτα τα πέλματα, βαριά είναι η καρδιά τους
χάνουν τα μάτια της ψυχής, το φως που καρτερούσαν
και γίνονται «μικροί» ξανά, χωμάτινα ανθρωπάκια…
Πως στην Ανάγκη να σταθείς, ορθός να πολεμήσεις;
Στα χέρια της μαστίγιο πύρινο και διατάζει
σε ξεστρατίζει, μακριά ξυπνάς απ’ τ’ όνειρό σου…
Άλλες φορές η Έπαρση σε ντύνει με χιτώνα
αφιονισμένο, χάνεσαι στη μέθη του Εγώ σου
και σε τραβάει στο γκρεμό, στο χείλος του θανάτου…
Άλλοτε πάλι, ανήμπορος στο δίχτυ της Απάτης
πιάνεσαι κι όλο πιο μικρός, φαντάζει πια ο κόσμος
θλίψη, θυμός, απόγνωση, θολώνουν το μυαλό σου
και σ’ οδηγούνε μακριά, σκλάβο σε ξένους τόπους…
Χρυσόγονε όμως εσύ, τούτα δεν τα γνωρίζεις
γελάς όταν σ’ αγγίζουνε, τους στρώνεις και τραπέζι
γεμίζεις το σακούλι τους, να πάρουν να πάρουν και στο δρόμο.
Αστροντυμένε τ’ ουρανού το χρώμα και τη χάρη
ξεχάστηκες σ’ αυτή τη γη κι όλα φαντάζουν ξένα.
Μοιάζεις σαν το ψηλό Βουνό, που τρέχουν οι πηγές του
με τα δασειά ελάτια του και τις βράχοσπηλιές του.
Γίνεσαι αύρα δροσερή, όταν διψά το χώμα
Βράχος στο μένος του βοριά, τ’ αγρίμια ν’ απαγκιάζουν
Δένδρο μ’ ολάνθιστα κλαδιά, στολίζεται η Αγάπη…
Σκήπτρο, που δείχνει του νοτιά, τα Σταυρωμένα άστρα
κρατάς κι απομακρύνεσαι, κάποτε ξαναφέγγεις
Βουνό ελατοστόλιστο, που χαιρετά τον ήλιο…
Γέρασε η Μνήμη κι αδειανό, είναι το σπιτικό της
Θαμπές εικόνες, σβήνουνε στο πέρασμα του Χρόνου
Μα εσύ στο πιο ψηλό θρονί, φωτίζεις κι ημερεύει
Ψυχής το νυχτοπάλεμα, καρδιάς η τρικυμία.
Πώς να σε κλείσω μες στο νου, όλο πετάς και φεύγεις
Σαν χελιδόνι χάνεσαι, κρεμιέμαι στο φτερό σου
Μα δε μπορώ τόσο ψηλά, ζαλίζομαι και πέφτω…
Σαν τον Λαέρτη καρτερώ, πότε θα ξαγναντίσεις
Το σκήπτρο αυτό το ιερό, το δρόμο να μου δείξει…
ΤΑΚΙς ΤΖΙΒΑς
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.