Χουλιαργιάς

Thana16

Περνούν τα χρόνια σαν άνεμος, σαν αστραπή. Κοιτάζεις πίσω κι όλα σου φαίνονται σαν χθες…Και τα χαϊδεύεις, τα ψηλαφάς κι αυτά σου κρένουν, δείχνουν σημάδια, σε ξεστρατίζουν σ’ αλλοτινές εποχές. Μα όλα κάποια στιγμή ξεθωριάζουν, σβήνουν άπ’ τη μνήμη, χάνονται…Μερικές μορφές όμως επιμένουν σε πείσμα του χρόνου, έρχονται σαν χαμένα περιστέρια φτερουγίζοντας στης μνήμης το θολό ουρανό.
-Να μάθεις γράμματα!
Η αγριωπή φωνή του βαριά σαν καμπάνα, αντήχησε στο μισοφώτεινο κατώγι.
-Τ’ ακούς ρε! Να μάθεις γράμματα. Άπλωσε τις χερούκλες του κι άρπαξε τον μικρό από τη μέση. Τον τίναξε ψηλά σαν πούπουλο μερικές φορές. Ο μικρός είχε γίνει κίτρινος από το φόβο του. Έπειτα τον πέταξε μαλακά πάνω σ’ένα βουνό κοπριές.
-Μωρέ τούτος μυρίζει, γύρισε γελώντας προς τον πατέρα του μικρού. Τράβα να μας φέρεις, μιά κούπα κρασί κι ένα κρεμμύδι πες της μάννας σου…
Έφτυσε τις ροζιασμένες παλάμες του, έσφιξε το σχοινί που κρατούσε το χιλιομπαλωμένο παντελόνι στη μέση. Έπειτα με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο. Κόλλησαν μερικές σβουνιές και μπόλικη μαυρίλα από τα βρώμικα χέρια και η όψη του φάνταζε τρομαχτική. Το τριμμένο παλιοπουκάμισο δεν κατάφερνε να κρύψει το γυμνό του στέρνο, τρίχες και σβουνιές ανακατεμένες με ιδρώτα.
Ιδού ο άνθρωπος…Τα πυρόξανθα μαλλιά του αχτένιστα ανακατεμένα με άχυρα, κομμένα κάτω από τ’ αυτιά, καρρέ, πρόσωπο τυραγνημένο ηλιοκαμένο, μάτια μεγάλα σαν του βοδιού, ανέκφραστα πολλές φορές σαν κάτι να τον τρόμαζε. Άρπαξε την πηρούνα με τις χερούκλες του και την κάρφωσε στη σβουνιά, γέμισε με δυο-τρεις πηρουνιές τη μεγάλη κοφίνα. Έπειτα γύρισε την πλάτη λύγισε τα γόνατα και τη φορτώθηκε. Όλη την ημέρα ίδια δουλειά. Όπου υπήρχε ανάγκη, εκεί έβρισκες και τον «Χουλιαργιά».

-Χρήστο αύριο σκάβω τ’ αμπέλι, έλα δώσε μου ένα χέρι, θα έχει και μεζέ! Κι έτρεχε ο Χρήστος και πάντα τον ξεγελούσαν και ποτέ δε γόγγυξε. Σαν τελείωνε το φθινόπωρο και τα οργώματα, έτρεχε στην Καλαμάτα με άλλους χωριανούς να φέρει το λάδι της χρονιάς στο φτωχικό του. Ζούσε στην άκρη του χωριού, τα Λαδαίϊκα με τη γυναίκα του, την κυρά Θοδώρα. Μια γλυκιά καλοσυνάτη γυναικούλα πάντα με τον καλό λόγο στα χείλη. Καβάλα στο γαϊδουράκι της έγνεθε τη ρόκα της βόσκοντας τα λίγα προβατάκια που είχαν. Δεν απόχτησαν παιδιά, πόνος βουβός για την κυρά Θοδώρα. Κι ο Χρήστος όπου φτωχός και η μοίρα του, στο θέρο, στον τρύγο, στο αλώνι, στο κουβάλημα σιτηρών με μεγάλους σάκους, πάντα μπροστά. Τα περισσότερα μνήματα στο νεκροταφείο του χωριού, ο Χρήστος τα έχει σκάψει χωρίς καμιά ανταμοιβή. –

Ποιος ξέρει έλεγε, ίσως βρεθεί κάποιος ν’ ανοίξει και το δικό μου κιβούρι και να μη με πετάξουν στην «Αλαταριά».( Ήταν ένα μέρος που έριχναν τα ψοφίμια). Κάποια μέρα, εθεάθη να βόσκει τα λιγοστά πρόβατά του στη ράχη που τη λένε Προ. Απέναντι στον άλλο λόφο κάτι άλλα μικρά βοσκόπουλα μόλις τον αντιλήφθηκαν, βλέποντας τον ξεροπόταμο που τους χωρίζει κι έχοντας μια απόσταση ασφαλείας, άρχισαν να τον περιπαίζουν.- Χρήστο – Χρήστο Διαβανά! Χρήστο – Χρήστο Χουλιαργιά!
Σημείωση το Χουλιαργιάς ήταν παρατσούκλι, Λαδάς λεγόταν ο άνθρωπος. Δεν άντεξε το κάζο των μικρών ο Χρήστος. Έβγαλε μια στρατιωτική λουρίδα που είχε στη μέση του, τη δίπλωσε κι έβαζε πέτρα ίσα με μια παλάμη ανάμεσα, τη στριφογύριζε και την εξακόντιζε με δύναμη απέναντι. Η απόσταση ήταν μεγάλη, γι’ αυτό τα σκασμένα τον κορόιδευαν εκ του ασφαλούς. Όταν οι κοτρόνες άρχισαν να πέφτουν βροχή δίπλα τους, κρύφτηκαν σαν τα ποντίκια κάτω από τους βράχους.
Τα πρόβατα άρχισαν να σκορπίζουν και να μπαίνουν στις ζημιές, ο Αγροφύλακας σφύριζε μα και οι κοτρόνες σφύριζαν και γίνονταν θρύψαλα χτυπώντας πάνω στα βράχια. Κράτησε κάμποσο αυτός ο κλεφτοπόλεμος, στο τέλος το μεγαλύτερο βοσκόπουλο έκανε δήλωση μετανοίας.- Μη Χρήστο δεν θα το ξανακάνουμε ποτέ πια. Λυπήσου μας, τα πρόβατα μπήκαν στις ζημιές, θα μας σκοτώσει ο πατέρας μας το βράδυ…Πολύ το χάρηκε ο Χρήστος, σε λίγο σταμάτησε, τα λυπήθηκε.

-Ρε σεις τους φώναξε με την αγριοφωνάρα του άμα σας βάλω στα χέρια μου, θα βγάλετε «μπομπόλια» άπ’ τη μύτη. Ένα μεγάλο παιδί ήταν ο Χουλιαργιάς. Δεν κρατούσε ποτέ κακία. Μια μορφή πρωτόγονου αρχαιοέλληνα. Δεν πήγε ποτέ σχολείο, μα η ψυχή του είχε ένα σπάνιο ιερό φως, την παιδική αθωότητα. Διέκρινες έναν τρόμο στα μάτια του λες και τον κυνηγούσε κάποιος αόρατος δαίμονας που είχε φωλιάσει μέσα του και του ανακάτευε συνεχώς τα μαλλιά, κάνοντας τη μορφή του αλλόκοτη. Πέθανε πάμφτωχος κάποιο δειλινό. Χάθηκαν τα πειράγματα, τα τραγούδια του, η καλή του παρέα. Η τραγική του μορφή ωστόσο μας φέρνει γλυκόπικρες αναμνήσεις…Ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε να γνωρίσω αυτό τον άνθρωπο.

Τάκις Δημητρακόπουλος (Τζίβας)

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close