ΞΕΝΗΤΕΙΑ… Το γλυκό δηλητήριο.

μεταναστες αμερικής 1900

Την ξενητειά την ορφανιά
την φτώχεια την αγάπη
τα τέσσερα τα ζύγισαν
βαρύτερα είν’ τα ξένα…

Είχε το χέρι ψηλά σηκωμένο, με βλοσυρό πρόσωπο σου έδειξε την πόρτα. Να φύγεις! Μα κι εσύ πνιγόσουν…Δεν υπήρχε αέρας ν’ αναπνεύσεις. Πνιγόσουν! Μικρό το σπίτι σου το χωριό σου και πιο μικρή η πατρίδα σου. Θα φύγω μάννα…Που θα πάς παιδάκι μου; Μακριά Μάννα, όπου έχει δουλειά.
Δεν βλέπεις πως εδώ δεν υπάρχει προκοπή; Κι Αυτή όλο και σκοτείνιαζε και σ, έσπρωχνε στη φυγή. Ανάγκη… σκληρή αμείλικτη της Φτώχειας ψυχοκόρη… Εσύ που δεν γνωρίζεις έλεος, τρέφεσαι με τον σπαραγμό, χορταίνεις με τα δάκρυα…Κι ένα πρωινό πήρες των ωματιών σου κι έφυγες, Αμέρικα, Αυστράλια, Καναδά, Γερμανία. «όπου γης και πατρίς». Κι έμειναν οι χαροκαμένες μάννες στης πίκρας το κατώφλι να καρτερούν το δειλινό, καμπάνα να χτυπήσει στην εκκλησιά να μεταβούν καντήλι να ανάψουν…Να ‘σαι καλά παιδάκι μου και μην μας λησμονήσεις.’
Φύλαχτον Παναγία μου, γερό να μου τον φέρεις…Κι άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και τα καράβια γέμιζαν με την δροσιά της νιότης και αεροπλάνα πέταγαν για μακρινά ταξίδια…Πούλησες Μάννα πατρίδα κατά χιλιάδες τα παιδιά σου στα σκλαβοπάζαρα του κόσμου…Μα το μέγιστο κακό είναι το κενό, το χάσμα η μεγάλη τρύπα που άνοιξες στα στήθη σου Μάννα μου Ελλάς. Ποιός θνητός θα γιατρέψει αυτή την τεράστια πληγή; Κι έμειναν σ’ αυτά τα άγια χώματα γέροντες και γερόντισσες λιβάνι να μυρίζουν. Άδειασε η ύπαιθρος ρήμαξαν τα σχολειά μας έργο της Θείας Νέμεσης που τελειωμό δεν έχει…Κι εσύ έφυγες, δεν γύρισες να ιδείς…
Ποιος θα σκουπίσει τα βρεγμένα σου μάτια; Έχεις στην ψυχή σου τον γλυκό ήχο της καμπάνας, μ, αυτόν θα πορευτείς H λύπη σε πνίγει κι ο θυμός ξεχειλίζει. Γιατί;; Γιατί; Η οργή θα σε κρατήσει ζωντανό, θα σε σπρώξει μπροστά να παλέψεις με τα θεριά.. Και σαν αποσταίνεις η λύπη θα σου φέρνει στο νου τις άγιες εικόνες, θα σε οπλίζει με υπομονή και θα πολεμάς και πάλι…Όλα είναι ένας ανελέητος πόλεμος. Ένας διαρκής ψυχοφθόρος αγώνας ανάβασης. Κι εσύ πολέμησες…Στην αρχή περπατώντας με τα τέσσερα, μετά σηκώθηκες ορθός, έβγαζες άναρθρες κραυγές, μα τα κατάφερες να αρθρώσεις λόγο, να πάρεις ανθρώπινη μορφή και υπόσταση…Κι όλα αυτά μόνος
Εντελώς μονάχος. Έτσι φαντάζεις…Σαν πελώριος ίσκιος στα μάτια της ψυχής μου μέγα «Τιτάνα», άνδρας ή γυναίκα ότι κι αν είσαι τον ίδιο αγώνα έκανες…Ξεπέρασες τον εαυτό σου κι έκανες το θαύμα! Μεγαλούργησες χωρίς κανένα υλικό εφόδιο Μόνο η βαθιά πίστη που είχες μέσα σου, η ευλογημένη ευχή της μάνας, ο γλυκός ήχος της καμπάνας κι αυτός ο πολυπόθητος γυρισμός. Μ, αυτά τα όπλα πάλεψες και νίκησες…Τώρα ορίζεις εσύ την ζωή σου όχι η Ανάγκη…Όμως δεν είσαι χαρούμενος δεν ησυχάζεις! το σαράκι του γυρισμού αρχίζει να καίει τα ‘σωθικά σου’…Στην πατρίδα!! Να γυρίσω! φτάνει πια!! Οι θύμησες καυτές εικόνες της ψυχής ‘μάγισσες ξελογιάστρες’, σε τυλίγουν σε κάθε σου βήμα…Μαζεύεις τα κομμάτια σου, τους κόπους όλης σου της ζωής και επιχειρείς την μεγάλη επιστροφή ,όχι σαν επαίτης μα σαν κυρίαρχος της ζωής σου.
Λαχτάρησες το σπίτι σου, πόνεσες τους γονείς σου. Δεν έρχεσαι να πάρεις να δώσεις θέλεις, να βοηθήσεις να γιατρευτεί η μεγάλη πληγή, να σταματήσει η αιμορραγία από τα στήθια της ‘Μάνας Πατρίδας’…Mα το ρολόι στο βάθος του μυαλού σου έχει σταματήσει, ο χρόνος έχει παγώσει στο μικρό καφενείο του χωριού, στο γλυκό νεανικό πρόσωπο της γειτονοπούλας, στα καλοσυνάτα βλέμματα των χωριανών σου…Και φθάνεις επιτέλους ένα πρωινό και τα μάτια σου βουρκώνουν, η καρδιά σου σπαρταρά, η ψυχή σου αγάλλεται στο άκουσμα της μητρικής σου γλώσσας…
και πνίγεσαι στις αγκαλιές των δικών σου ανθρώπων, κι όλα φαντάζουν όμορφα μοσχοβολιά αγάπης…Μα σιγά σιγά θα αρχίσεις να διακρίνεις τα πρώτα μεταλλικά καρφιά…Είναι τα ίδια και πιο μεγάλα αυτή την φορά που μπήχτηκαν στην καρδιά σου πριν πολλά χρόνια όταν έφυγες…Ένας μεγάλος ‘ξύλινος σταυρός’ ετοιμάζεται να σηκωθεί ξανά…Πόσες φορές θα σταυρωθείς; Ποια αμαρτία έκανες και τιμωρείσαι τόσο σκληρά;
Φυγή ή Σταύρωση!
Χολή ή κώνειο!! Είσαι ένας εισβολέας και οι εισβολείς για να παραμείνουν πληρώνουν πολύ βαρύ τίμημα…Βλέπεις την αδιαφορία και την απάθεια κολλημένη στα πρόσωπα των ανθρώπων και τρομάζεις…Τα γρανάζια της γραφειοκρατίας, η αγένεια των δημοσίων υπαλλήλων, η ασέβεια, η βαρβαρότης έχουν στήσει χορό σε κάθε γωνιά της πατρίδας σου. Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Σε λάθος τόπο ήρθα! Μην μιλήσεις… Σουτ! Σώπασε… Ίσως έτσι γλιτώσεις την χλεύη, τον ‘λιθοβολισμό’…Άκου! Εδώ για όλα φταίει ο «ΚΑΝΕΝΑΣ». Τα πάντα υπόκεινται στον έλεγχο του «ΠΑΡΑ». ΠΑΡΑ-παιδεία, ΠΑΡΑ -οικονομία, ΠΑΡΑ -ιατρική, ΠΑΡΑ-λυσία, ΠΑΡΑ-νομία, ΠΑΡΑ-νόηση,
ΠΑΡΑ-μόρφωση… ‘Καρεκλοκένταυροι’ σε πνίγουν, ‘αεριτζήδες’ σου τ ’αρπάζουν. Όλα θα τα ‘χεις ιδεί σε δύο- τρείς μήνες… Τότε πρέπει να διαλέξεις το ‘κλουβί’ που θα σε βάλουν οι μαστιγοφόροι, διαφορετικά οι εισβολείς καλά θα κάνουν να αποχωρίσουν απ’ την μαρκαρισμένη περιοχή των ‘Ασβών’. Ποια νανουρίσματα και τι τραγούδια να ειπώ να γλυκάνω την πικραμένη σου ψυχή…; Με ποια βοτάνια να γιατρέψω την πληγωμένη σου καρδιά…;Πώς να σε οδηγήσω σε σπήλαιο βαθύ και σκοτεινό, σιωπή να μεταλάβεις…Τα μάτια σου να κλείσεις, ταξίδι μακρινό στων μεθυσμένων μελισσών, την στράτα να χαθείς…Λίγο ακόμα…Μέχρι να περάσουμε τις πύλες της αβύσσου… Γλυκόπικρη Πατρίδα μου, δείξε μου που να κλάψω…Ασάλευτη πηγή, το γάργαρο νερό σου πετρωμένο, κρατάς στην άκρη του γκρεμού, ελάφι φοβισμένο…Φωνή αηδονιού, θα καρτερείς, την παγωνιά να λειώσει. Κραυγή στα βάθη της ψυχής, λίγο πριν ξημερώσει…Γονατίζω ταπεινά μπροστά στον πελώριο ίσκιο σου και παρακαλώ Σε… Συγχώρησέ τους…Τυφλοί είναι και δεν βλέπουν, κωφοί και δεν ακούνε. Δεσμώτες κι αυτοί της Ανάγκης, εξαγόρασαν τη συνείδησή τους προσκυνώντας την ύλη, πνιγμένοι στην υποτέλεια και την δουλοπρέπεια. Παντού σκοτάδι, χάνεται το φως από τα μάτια, ριζώνει η σκληρότητα, η απάθεια, η αδιαφορία… Μα εσύ είσαι ένα μεγάλο παιδί και όλα αυτά που βλέπεις σου ματώνουν την ψυχή, σου κλέβουν το όνειρο, σε καταδικάζουν σε αιώνια εξορία…Κλείσε τα μάτια σου και δες Αυτή την Γερόντισσα στα κουρελόρουχα ντυμένη…Θλιμμένη κείται στη γωνιά με σπαραγμό σου κρένει…Κλαίει για τα παιδιά της, αυτά που έχασε και μόνη σιγολειώνει, γι’ αυτά που έμειναν και ήπιαν το αφιόνι. Στρέφει σε σένα το βλέμμα της και σου φιλά τα χέρια…«Πήγαινε γιέ μου στο καλό, μη βαλαντώνεις άλλο…Σου δίνω αυτό το ‘Άγιο Φως’ όπου δεν το ‘χει άλλος. Μα κρύφτο μέσα σου βαθιά να σε φωτίζει πάντα. Έλληνα σε είπα γυιόκα μου, παιδί της οικουμένης, ο φωτισμένος ο άνθρωπος και πλάσμα της αγάπης. Την γλώσσα την παιδεία σου ποτέ μην λησμονήσεις και την τροφή του πνεύματος στα τέκνα σου να δώσεις, άσβεστη δάδα να κρατάς, το δίκιο να διδάσκεις τα μέσα σου να δονηθούν τρανά παιδιά να κάνεις. Για να’ ‘ρθει γιέ μου κάποτε τέκνο πεφωτισμένο, την πέτρα από την πλάτη μου μονάχο να σηκώσει, να λευτερώσει τους φτωχούς να διώξει το αφιόνι…» Στο καλό ‘Γίγαντα Τιτάνα’ πολεμιστή… Σ’ ευχαριστώ που σήκωσες όλη την πατρίδα ψηλά… Πολύ ψηλά. Σ’ ευχαριστώ Ελπίδα και Άγιο Φως…Καλό σου ταξίδι…Να ’σαι πάντα ευλογημένος…

Αυτό το έργο είναι αφιερωμένο σε όλους τους μετανάστες
απανταχού της γης…Κάτω από αντίξοες συνθήκες
οι άνθρωποι αυτοί, κατάφεραν να επιβιώσουν και να
μεγαλουργήσουν. Το τίμημα που πλήρωσαν και πληρώνουν
βαρύ. Ο επαναπατρισμός τις περισσότερες φορές ήταν ένα
ναυάγιο. Θεωρήθηκαν από την ίδια τους την πατρίδα
ως ξένο σώμα… Χαιρετώ σας μικροί ημίθεοι…
Συγχωρέστε μου τις όποιες υπερβολές η παραλήψεις….

μεταναστες με την ελληνική σημαία

Με τιμή προς όλους εσάς, ταπεινά με σεβασμό και Αγάπη

ADELAIDE 3-2-1981… ΤΑΚΙς ΤΖΙΒΑς

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close