ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑΣ ΖΑΜΠΙΑΣ ΚΩΤΣΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Γράφει κι επιμελή ο Τάκις Τζίβας
Ελίζαμπεθ Κωτσάκη, κόρη του πρωτοκαπετάνιου της Αλωνίσταινας Κωτσάκη. Αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα της «καπετάνισσας». Ο λαός την φώναζε «Ελιζαμπέτα, Ελιζαμπία, έμεινε το Ζαμπία, Ζαμπέτα. Γυναίκα με αρχοντικό παράστημα, ατρόμητη με φλογερό βλέμμα, παντρεύτηκε το 1762 το θεριό του Μοριά τον φοβερό τον κλέφτη Κωνσταντή Μπότσικα- Κολοκοτρώνη, φόβο και τρόμο της τουρκιάς. Μετά τα ατυχή γεγονότα του ξεσηκωμού το 1770 τα Ορλωφικά, άρχισαν οι μεγάλες σφαγές των Τούρκων στον άμαχο πληθυσμό. Η «Καπετάνισσα» με την κοιλιά στο «στόμα» ήταν ετοιμόγεννη στον Θοδωράκη, ακολούθησε κι αυτή το δρόμο του ξεριζωμού. Τα δάση και τα βουνά της Αλωνίσταινας δεν μπορούσαν να βαστάξουν τόσους κατατρεγμένους. Παντού τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Βάδιζαν προς την Μεγαλόπολη με σκοπό να περάσουν στη Μάνη. Την ημέρα κρύβονταν και ολονυχτίς σαν τ’ αγρίμια περπατούσαν από γιδόστρατες, λόγγους, χαράδρες, γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά ξυπόλυτοι νηστικοί και πίσω ακολουθούσαν οι άντρες ζαλωμένοι ότι πολύτιμο τους είχε απομείνει…Κοντά στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας σε μια πλαγιά δεν άντεξε, τις έστρωσαν κλαδιά κι εκεί έφερε στον κόσμο τον λυτρωτή του Γένους το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Δευτέρα του Πάσχα το 1770.Λίγο αργότερα μπήκαν κρυφά στη Μάνη, βρήκαν καταφύγιο στον πύργο του Παναγιώταρου, αδελφικό φίλο των Κολοκοτρωναίων. Δέκα χρόνια έμειναν κάτω από την ασφάλεια του κάστρου. Η καπετάνισσα έφερε στον κόσμο άλλα τρία παιδιά, τον Γιάννη το «Ζορμπά», το Χρήστο και τον Νικόλα. Ο Κωνσταντής γύριζε πότε εδώ και πότε εκεί χτυπώντας τα τέρατα που βασάνιζαν το λαό. Τα κατορθώματά του είχαν γίνει θρύλος, τραγούδι στα χείλη των απλών ανθρώπων…Λαβώθηκε άσχημα κατά την έξοδό τους άπ’ το κάστρο προσπαθώντας να σώσει την οικογένειά του από τα χέρια των Τούρκων. Ήταν ο πιο άγριος κατατρεγμός των κλεφτών το 1780. Ξέκοψε από τους άλλους στο λόγγο, δεν άντεξε τη δίψα, αναζήτησε νερό σε μια πηγή, τον έπιασαν οι Τούρκοι του έκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν σε μια χαράδρα. Η Ζαμπία με τα τέσσερα ανήλικα κατάφερε να σωθεί. Μεγάλωσε με αξιοπρέπεια τα ορφανά, χωρίς ποτέ να ζητιανέψει. Πλήρωσε τη λευτεριά της πατρίδας μας με πολύ αίμα, αδέρφια, πατέρα, άνδρα, και τα τρία μικρότερα βλαστάρια της αργότερα. Η μαρμάρινη προτομή της κοσμεί την πλατεία της Αλωνίσταινας, ατενίζοντας τα ψηλά βουνά, καρτερώντας τον Κωνσταντή της να φανεί…Οι παρακάτω στίχοι είναι αφιερωμένοι στη μνήμη της ατρόμητης, αριστοτόκειας Μάνας…
Βουνά της Αλωνίσταινας, βραχοσπηλιές της Πιάνας
κρυοπηγές Λιμποβισιού και πυργωμένα ελάτια
έρημο Αρκουδόρεμα, που σκόρπησαν οι κλέφτες
άπ’ τ’ άγριο κυνηγητό, των Τούρκοαρβανιτάδων;
Τι απέγινε η Λυγερή, Ζαμπέτα η πανώρια;
Αποβραδίς το ταίρι της σημάδεψε ο Χάρος
τον Κωνσταντή τον Μπότσικα, το φοβερό τον κλέφτη
που φόβος ήταν της Τουρκιάς, τρόμος του Μέτσο Αράπη.
Την ψάχνει η Δόξαθάνατη με τέσσερα στεφάνια,
πλεξούδες ωριοπλόκαμες, με χάρη να στολίσει.
Και ήταν τα φύλλα τους πικρά, φύλλα από πικροδάφνη…
Αριστοτόκεια εσύ, τέσσερα αητού βλαστάρια
νανούρισες στα χέρια σου, της λευτεριάς το Νάμα
τα βύζαξες και στα βουνά, πέταξαν σαν αετόπουλα
να βρουν τα γάργαρα νερά και τα δασειά πλατάνια.
Τα τρία τα μικρότερα, αντάμωσαν τη Δόξα
τα μύρωσε, τα φίλησε, ανάμεσα στα μάτια
κι αυτά τα βυζανιάρικα, βγάλαν τα γιαταγάνια
πήραν της Κόρης τα φιλιά, της κλέψαν το μαντήλι
το πάνε χαιρετίσματα, στα πατρογονικά τους.
Με του πολέμου φλάμπουρα, όλο και ξεμακραίνουν
μεθύσαν με λαβωματιές, με του εχθρού το αίμα
ξεχάστηκαν μες στους καπνούς, τα πρόλαβε η νύχτα
και πλήρωσαν με προθυμιά, της λευτεριάς το χρέος…
Μονάχα ο πρωτότοκος, ο Μέγας καπετάνιος
Θόδωρος ο βροντόφωνος, σ’ απόμεινε άπ’ όλους.
Με το σπαθί του χάραξε, δρόμο στεφανωμένο
για να διαβείς δαφνόκομος, αθανασίας στράτα.
Μητέρα Θεοπόνητη, τα δάκρυα δε σου πρέπουν…
Ασάλευτη, καρτερικά, τη Λευτεριά αγναντεύεις
που αχνοφέγγει μακριά, ψηλά στο Λιμποβίσι
ντυμένη στα ολόλευκα, αιμόρρυτος, γοούσα·
ζητά νεκρούς μυριάδες, πιότερο διαλεχτούς
τους άλυσσους να σπάσουν, σίδερα φυλακής.
Το αίμα τους να τρέξει, ρόθιος ποταμός
να ποτισθεί το χώμα, η γης να γκαστρωθεί
και η ασπροφόρα Κόρη, να ξαναγεννηθεί.
Στέκομαι ίσκιος σιωπηλός, χαμένος μες στο χρόνο
προσκυνητής, δακρυχαρής, τη Θεία τη μορφή σου
θωπεύουν τ’ ακροβλέφαρα, που θάμπος τους αιώνες
στόλισε περιλάλητα το μαρτυρούν τραγούδια…
Βουνά της Αλωνίσταινας, εδώ!!! είναι η Ζαμπέτα.
Ιέρεια της λευτεριάς, φύλακας της ειρήνης…
Αγέρωχη, Λεβέντισσα, με πετρωμένο βλέμμα
τον Κωνσταντή της καρτερεί, τον πρωτοκαπετάνιο
να του γιατρέψει την πληγή, τα γαίματα να πλύνει.
Δόξα στην Καπετάνισσα, στη Μάνα των Ελλήνων
η Λευτεριά μ’ ευλάβεια, φιλά το μέτωπό σου
Στεφάνι η Νίκη αμάραντο, την κόμη σου στολίζει…
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.