Το κέρας της ‘Αμάλθειας’
Ο κ. Κ. Παπαθεοδοσίου κατάγεται από το Βαλτέτσι, γνωστός ‘μυθοπλάστης’μας απέστειλε μερικά παραμύθια – μυθοπλασίες της Αρκαδίας, γραμμένα μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο και θέαση. Τα παρουσιάζει με το ψευδώνυμο»Παπακάτσικας». Ο ίδιος μας αποκαλύπτει ό,τι:
«Ξέρετε στο Βαλτέτσι υπάρχει μια ρήση : Παλιβαίϊκα πιρούνια : δηλαδή οι άνθρωποι έτρωγαν τόσο πολύ και γρήγορα που στράβωναν τα πιρούνια, έτρωγαν δηλαδή το περίδρομο, Κολοζωναίϊκα μπαλντούμια : δηλαδή το άλογό του το στόλιζε με διάφορα μπιχλιμπίδια, καθρεφτάκια και κουδούνια, ζωνότανε με το ζωνάρι σφιχτά μέχρι τον κώλο και έκανε επίδειξη ιππασίας και καλπασμού μέσα στο χωριό για να εντυπωσιάσει όλους τους άλλους πατριώτες για την ικανότητά του, Κατσικαίϊκα ψέματα : δηλαδή ο προπροπαππούλης έλεγε τέτοιες ιστορίες που τις χρωμάτιζε και τις αλάτιζε, για να εντυπωσιάζουν τους πατριώτες το βράδυ που έπιναν στο κατώι με αναμμένο το λυχνάρι. Τους φαίνονταν ότι όλα αυτά που έλεγε ήταν ψέματα, γιατί είχε τη χάρη να διηγείται τις ιστορίες που εντυπωσίαζαν. Αλλά στην Αρκαδία ο Θεός Πάνας προστάτης των ορεινών ποιμένων της ανέμελης και φυσικής ζωής τον αποκαλούσαν και τραγοπόδαρο Θεό. Εμένα δε με αποκαλούν κατσικοπόδαρο στο χωριό, διότι είναι πιο φιλικός ο κατσικοπόδαρος απ’ τον τραγοπόδαρο γιατί όπως λέμε ένας ο οποίος είναι σκληρός και αντιπαθείς είναι τράγος η τραγόπαπας».
Στην Αρκαδία υπάρχει η Μαντινειακή λαϊκή ρήση.
(Τσιπιανά – Λουκά και Θάνα κάθε σπίτι και μια Π……ανα). Αυτό προκαλούσε ένα συναίσθημα που με προσέβαλε μιας και είμαι και εγώ Αρκάς. Ταλαιπωριόντουσαν αυτά τα τρία χωριά Νεστάνη (Τσιπιανά), Λουκά και Θάνα. Έτσι αποφάσισα να ψάξω στα γραπτά του Ησίοδου, του Ηρόδοτου και του Πίνδαρου. Αλλά δεν μπόρεσα να βρω κάτι που να με οδηγήσει για να φτιάξουμε αυτή τη λαϊκή ρήση. Οπότε μια μέρα διαβάζοντας τον Πλούταρχο ανακάλυψα ότι η λύση που έδινε μέσα από τα γραπτά του, ήταν ο πλούτος της γνώσης που είχε αποκτήσει από τους άλλους σοφούς της τότε εποχής. Έτσι κατέληξα από όλα αυτά στην παρακάτω ιστορία που θα σας διηγηθώ :
Πριν όλα γίνουν στην Αρκαδία με τους Θεούς και τους δαίμονες, υπήρξαν μικρές κοινότητες ανθρώπων διάσπαρτες στον κάμπο της Αρκαδίας και είχαν φτιάξει μικρές κοινότητες από δουλοπάροικους (=δουλεύω παρά την οικεία). Οι άρχοντες είχαν μικρές επιχειρήσεις που προσέφεραν δουλειά σε άτομα τα οποία δεν είχαν που την κεφαλή κλείνει.
Οι άρχοντες είχαν αναπτύξει βιοτεχνίες αγγειοπλαστικής και έφτιαχναν αμφορείς, υδρίες, κύλικες, στάμνες, τσουκάλια και ορισμένα απ’ αυτά τα διακοσμούσαν με διάφορες αρχαίες παραστάσεις τα οποία τους απέφεραν πολλά κέρδη, και που τα βρίσκουμε σήμερα στα μουσεία και είναι ανυπολόγιστης αξίας κομμάτια. Έκτισαν στην Τεγέα το Ναό της Θεάς Αθηνάς για τη γνώση και τη σοφία που τους παρείχε. Για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ναών και των μαντείων ίδρυσαν σχολή μυθολόγων , ταχυδακτυλουργών, υπνωτιστών, τηλεπαθητικής, πυροβασίας και μυθοπλαστών στο σημερινό μαντινειακό, όπως και έχτισαν ένα ναό του Θεού Απόλλωνα που ήταν ο Θεός της μαντικής, της μουσικής και της τηλεπαθητικής όπου στα ερείπια του ναού του Απόλλωνα έχτισαν τον σημερινό ναό της Αγίας Φωτεινής και με το θέατρό της μαζί, για να εκπαιδεύονται στο λόγο και στη κίνηση οι μυθοπλάστες , οι Πυθίες και οι Τυρεσσίες, ώστε να εντυπωσιάζουν τους επισκέπτες των ναών και να ξέρουν εκ των προτέρων τι επιθυμεί ο καθένας.
Αυτό ονομάστηκε Μαντινεία εξ ου και το όνομα Μαντινεία. Τους δουλοπάροικους τους είχαν για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της παροικίας. Άλλοι ασχολούνταν με τα ποίμνια, άλλοι μάζευαν καρπούς, άλλοι μετέφεραν τον πηλό και τον έψηναν σε μικρούς κλίβανους από πέτρα και ξύλο (αγγειοπλαστική Σακελλαράκου). Οι κοπέλες διακοσμούσαν διάφορες εικόνες απάνω στα αγγεία, με τη μέθοδο της αγγειογραφίας και πραγματικά σήμερα θαυμάζουμε τη φαντασία τους. σαν αυτού του είδους τις μικρές κοινωνίες ήταν και αυτοί που κατασκεύαζαν τον οίνο, τα δέρματα και τα τυροκομικά. Τότε δεν υπήρχε συναλλαγή με χρήμα , αλλά με ανταλλαγή ειδών, κι έτσι έφτιαξαν αυτές τις μικρές κοινότητες. Κατά τον εσπερινό (απόγευμα) όλοι μαζεύονταν για να πλυθούν και να λογοδοτήσουν για την κάθε εργασία που έκαναν στον άρχοντα, ο οποίος την άλλη μέρα τους έλεγε με το τι θα ασχοληθούν (έκαναν ένα μικρό συμβούλιο), διότι τα πάντα εξαρτόντουσαν από την απόδοση όλων. Μετά τη σύσκεψη αυτή όλοι έτρωγαν και ήταν ελεύθεροι να διασκεδάσουν, να ερωτευτούν ή να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο. Μόλις όμως έπεφτε το σούρουπο δεν υπήρχε ούτε ρεύμα, ούτε τηλεόραση, οπότε καλούσαν τον μυθοπλάστη για να τους πει διάφορες ιστορίες, δηλαδή παραμύθια.
Έτσι η φαντασία των ανθρώπων περιστρεφόταν γύρω από τη λατρεία που κατασκεύαζαν οι μυθοπλάστες για τη θεά Εστία που προστατεύει τα σπίτια. Μετά από λίγα χρόνια οι μυθοπλάστες όπως ο Ησίοδος ή ο Ηρόδοτος διέδωσαν για τους Θεούς που ήρθαν και κατοίκησαν στο Μαίναλο (μεν-άλλον = κάτι το ανώτερο) κι έτσι ξεκίνησε η μυθολογία των Θεών. Ο Ήλιος με τον γιό του τον Ουρανό ήρθαν από το χάος στο άπειρο και συνάντησαν τη Γη-γαία (= η γη που καλλιεργείτε εξου και Τε-γαία) στην άβυσσο. Ο γιος του Ήλιου ερωτεύθηκε παράφορα τη Γη γαία και παρακάλεσε τον πατέρα του να τον αφήσει να την παντρευτεί και να αποκτήσει οικογένεια για τη διαιώνιση του είδους. Πράγματι ο Θεός Ήλιος ενέκρινε το δεσμό του Ουρανού και της Γη γαίας για να ζήσουν και να αποκτήσουν τους απογόνους τους. Του είπε δε ότι θα έρθει η μέρα που θα φύγουν να πάνε σε άλλο μέρος, οπότε θα τους φωτίζει την ημέρα και τους προσέφερε τη Σελήνη για να τους διασκεδάζει τη νύχτα. Πράγματι απέκτησαν παιδιά τους Τιτάνες που και αυτοί με τη σειρά τους παντρεύτηκαν για να αποκτήσουν και αυτοί απογόνους. Όντως ο ουρανός στη γυναίκα του πρωτότοκου γιου του, του Κρόνου τη Ρέα της έδεσε ένα κολιέ με τα τέσσερα καλά που διακρίνουν έναν άρχοντα και Θεό. Τη δύναμη, τη γνώση (τη σοφία), το πλούτο και τη σύνεση. Αυτό το κολιέ θα το δώσει στο γιό του Κρόνο ο οποίος θα ‘χει χρυσά μαλλιά και γαλανά μάτια και θα γίνει ο Θεός του Ολύμπου, αλλά θα πρέπει να σκοτώσει τον Κρόνο (εξ ου και ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του) για να μην τον σκοτώσουν και να πάει ο ίδιος στον Όλυμπο. Αλλά η μοίρα ήταν άλλη. Η Ρέα έκανε παιδιά και τα έκρυβε.
Τον Ποσειδώνα που ήταν ο πρώτος γιος τον έκανε υπόκαμπο και ήταν ο Θεός της θάλασσας. Μετά ήταν η Δήμητρα που την έκανε Θεά της Γαίας για να καλλιεργεί τη γη. Έκανε κι άλλους ακόμα, οπότε παρακαλεί τον Κρόνο να της φέρει μια δούλα για να τη βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού. Πράγματι ο Κρόνος όπως περιφερόταν γύρω από το Μαίναλο είδε μια Αμαζόνα, την πήρε και τη πήγε στη Ρέα και της την έδωσε να την υπηρετεί. Μετά από λίγο καιρό η Ρέα γέννησε ένα παιδί που είχε τα χαρακτηριστικά της προφητείας, χρυσά μαλλιά και γαλανά μάτια.
Τότε έδωσε το κολιέ με τα τέσσερα καλά στην Αμάλθεια για να πάει να το κρύψει εις το ιδεών – ανδρών κάπου στη Κρήτη (σε μια σπηλιά). Πράγματι η Αμάλθεια παίρνει το παιδί και φεύγει αλλά περνάει από το σπίτι της, που είναι η σημερινή Πιάνα και έχει τη σπηλιά του Πάνα. Εκεί επικοινωνεί με τη Ρέα τηλεμετρικά (τηλεφωνικά) ότι το παιδί είναι ανήσυχο και ζητάει κάτι. Όλο μαμ- μαμ της λέει και προσπαθεί κάτι να της πει. Τότε η Ρέα βγάζει τη μεγάλη απόφαση. Το παιδί μου θέλει φαγητό γι’ αυτό από σήμερα σε κάνω 12 ώρες κατσίκα με το όνομα Πιάνα, όπου με το στήθος σου θα ταΐζεις το γιό μου και 12 ώρες γυναίκα με το όνομα Αμάλθεια να το μορφώνεις για τη περαιτέρω ζωή του. Σε χρίζω Θεά. Μετά απ’ αυτό η Αμάλθεια Πιάνα, κατοικεί μόνιμα πλέον στη σπηλιά που ονομάστηκε έπειτα του Πάνα στη περιοχή του Φαλάνθου και έτσι μεγάλωσε με το Δία. Περνούσε ο Κρόνος ψάχνοντας να βρει τον Δία αλλά έβλεπε μια κατσίκα που είχε κοντά της το μικρό παιδί. Πέρασαν τα χρόνια, ο μικρός Δίας μεγάλωσε 20 ετών πλέον και ένα βράδυ που ξύπνησε βλέπει δίπλα του μια πραγματικά όμορφη κοπέλα. Του ήρθε η ερωτική επιθυμία και συνουσιάστηκε μαζί της, της έλεγε ωραία τρυφερά λόγια του έρωτα και της αγάπης και αυτή υπέκυψε και τον ερωτεύτηκε σφόδρα. Μετά από λίγο καιρό περνάει ο Ερμής ο αγγελιοφόρος των Θεών και λέει ότι στο αλώνι του Άρη θα παλέψουν για να διεκδικήσουν τον θρόνο του Ολύμπου.
Ήρθε η σειρά του Δία να παλέψει διαδοχικά με όσους διεκδικούσαν το θρόνο. Λέει στην Αμάλθεια ότι αύριο θα παλέψει για το θρόνο. Τότε εκείνη του δίνει το ένα κέρατό της (το κέρας της Αμάλθειας) όπου σε αυτό είχε κρύψει τη δύναμη και τη γνώση δηλαδή τη σοφία. Στο άλλο κέρατο είχε κρύψει τον πλούτο και τη σύνεση. Τον ξεπροβοδίζει κλαίγοντας να τον έχουν καλά οι Θεοί και αν χρειαστεί, να βάλει το χέρι του στο κέρας και να βγάλει τη δύναμη με αστραπές και βροντές για να κερδίσει τον αντίπαλό του. Βεβαίως η Αμάλθεια κυοφορεί το γιο του Δία, τον Πάνα. Ο Δίας δεν ξέρει ότι κυοφορεί η Πιάνα Αμάλθεια και φεύγει να πάει στο αλώνι του Άρη. Παλεύει με τον Κρόνο και άλλους , όπως και με τον Αρκά. Πάνω στη πάλη αυτή έβγαλε τις αστραπές και τις βροντές από το κέρας που του είχε δώσει η Αμάλθεια και φωνάζει με βροντερή φωνή ο Δίας : «αυτός ο τόπος να ονομαστεί Αρκαδία, διότι εδώ πάλεψε ο Αρκάς με τον Δία.
Το αλώνι του Άρη να ονομαστεί πλατεία Άρεως και να χτιστεί υπέρλαμπρος ναός για τη συνετή διαιτησία της Θέμιδας. Για την ταφή του σεπτού πτώματος του Αρκά, να μεριμνήσουν ιεροί κόρακες στους οποίους επιτρέπω να υπερίπτανται άνωθεν της πόλεως αιωνίως, για την προσφορά τους προς τους Θεούς». Τελικά ανέρχεται στον Όλυμπο.
Η Πιάνα Αμάλθεια πληροφορείτε ότι ο λατρευτός Δίας ανήλθε στον Όλυμπο και την εγκατέλειψε βιασθείσα και κυοφορούσα. Καταριέται τον Δία ότι το παιδί του θα είναι σάτυρος και μισός άνθρωπος, μισός κατσίκα για να υπενθυμίζει ότι η Αμάλθεια Πιάνα ήταν ένα και το αυτό. Πράγματι μεγαλώνει ο μικρός Πάνας, η δε Πιάνα βόσκει την ημέρα και συναντά τον τραγέλαφο, τον άρχοντα Θεό της στάνης (Νε-στάνης), ο οποίος μαγεύεται από την μονοκέρατη Πιάνα και την παρακαλεί να πάει μαζί του για να την κάνει αρχόντισσα της Μαντινείας. Εκείνη του εξομολογείται ότι απέκτησε παιδί με τον Δία, το οποίο ονόμασε Πάνα. Αυτός δέχτηκε να κάνει Θεό της Αρκαδίας τον Πάνα και αυτή να την πάρει μαζί του. Της λέει: «φοβάμαι Πιάνα Αμάλθεια μου μη σε δω σε κανένα νταβά με πατάτες στο φούρνο». Εκείνη του λέει ότι μπορεί να βοσκήσει στου Λουκά ή και στου Θάνα.
Για να παρουσιαστεί γυναίκα καθυστερούσε και ο τραγέλαφος φοβόταν μη τη χάσει και ανέβαινε στα καταράχια της στάνης (Νε-στάνης) και φώναζε: «Πιάνα…Πιάνα τσιπ τσιπ Πιάνα (μιας και ήταν κατσίκα για να έρθει κοντά και για να εμφανιστεί φώναζε τσιπ τσιπ Πιάνα μου που είσαι;), τσιπιάνα μου που είσαι; Στου Λουκά ή στου Θάνα Πες μου μη με εκνευρίζεις μωρ’ Π…………άνα.
ΥΓ. Μετά από χρόνια επισκέφτηκε ένας νεαρός Ελληνοαμερικάνος το σπίτι της γιαγιάς του στη Νεστάνη για να κάνει θερινές διακοπές. Αλλά όπως έκανε εργασίες στο κήπο του σπιτιού βρήκε ένα λαμπερό κέρας και σκέφτηκε να το πάει στη γιαγιά του στο Τσικάγο, για να της το κάνει δώρο και να της υπενθυμίζει το πατρικό της σπίτι. Το διπλώνει τέλος σε ένα σεντόνι και το πάει στη γιαγιά στο εξωτερικό. Της το προσφέρει και εκείνη ανοίγοντας το σεντόνι βλέπει το κέρατο της Τσιπιάνας της και κλαίει γιατί θυμήθηκε την κατσίκα. Χαϊδεύοντας το εκείνο βγάζει δολάρια, πολλά δολάρια. Τρομοκρατημένη το σκεπάζει ξανά μη της το πάρει η CIA ή το FBA. Καλεί τα παιδιά της και τους εξηγεί το τι συνέβη. Τα προτρέπει να πάρουν το κέρας και να ιδρύσουν τον σύλλογο Τσιπιανιτών όπου θα φημίζονται για την οικονομική τους ευμάρεια δηλαδή τον πλούτο και τη σύνεση της σκέψης και των πράξεών τους.
ΠΑΠΑΚΑΤΣΙΚΑΣ
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.