Δάφνις

Ο Δάφνις ήταν γιος του Ερμή και μιας νύμφης, η οποία τον εγκατέλειψε μωρό ακόμα, αδιαφορώντας για την τύχη του. Αντίθετα με τον αδερφό του Πάνα ήταν πολύ όμορφος κι όταν μεγάλωσε με την φροντίδα των νυμφών, έγινε βοσκός παίζοντας με  το σουράυλι μαγικούς σκοπούς. Είχε πολύ γλυκιά φωνή και σε λίγο καιρό τον ερωτεύθηκε παράφορα μια νύμφη η Λύκη, που συχνά τραγουδούσε μαζί του. Η Λύκη μερικές φορές πονούσε νοιώθοντας τον χωρισμό να πλησιάζει δεν άντεχε στην ιδέα του χωρισμού…-Αγαπημένε μου σαν το φεγγάρι ολόγιομο, μ’ ασήμι βάφει τα μαλλιά σου, νιοώθω πως τίποτα στον κόσμο δεν θα μπορούσε να μερώσει τον πόνο μου, αν σαν το αγέρι έφευγες μακριά μου…κι όταν πάλι το χρυσαφί χούφτες -χούφτες ο ήλιος στο πετάει στα μάτια νοιώθω να χάνομαι σαν σκέφτομαι πως κάποτε ίσως με ξεχάσεις και σ’ άλλη δώσεις τη χαρά να σ’ αγαπάει…Και κάθε φορά που η Λύκη του μιλούσε έτσι, λυπημένος για τον πόνο της αγαπημένης του, της έλεγε πως τίποτα δεν μπορεί στον κόσμο να τους χωρίσει και πως η αγάπη τους θα έμενε για πάντα μεγάλη. – Κι αν κάποια μέρα κινήσω χωρίς να το καλοσκεφθώ. άλλη καρδιά να κατακτήσω, χωρίς εσένα, την πιστή συντρόφισσά μου να νοιαστώ, τότε του ήλιου το χρυσάφι πύρινες γλώσσες να γενεί, καρφιά, που πυρωμένα θα χύσουνε στα μάτια μου το πιο πηχτό σκοτάδι…Με αυτό τον βαρύ όρκο δέθηκε ο Δάφνις με τη Λύκη, μα αλλοίμονο η μοίρα του επιφύλασσε κακιά τύχη στο τέλος. Μια μάγισσα βασιλοπούλα τον μάγεψε μ’ .ενα φίλτρο που όποιος το έπινε ξέχναγε κάθε τι και τον κρατούσε κοντά της. Η δυστυχισμένη νύμφη, χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί, καταράστηκε τον Δάφνι να πιάσει ο όρκος του κι έτσι ο νέος τυφλώθηκε. Λυπημένος έφυγε μακριά κι όπως περπατούσε μια ημέρα έπεσε από ένα βράχο και σκοτώθηκε…

Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον ‘δω ν’ αφήση την παλαίστρα
κ’ έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.» …

«Λύκοι, τσακάλια, αφήνω ‘γεια. κι αφήνω ‘γεια και πάλι,
αρκούδες πού φωλιάζετε μεσ’ σε σπηλιές βουνήσιες·
ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους,
δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση.
Αρέθουσα, σ’ αφήνω ‘γεια, κι αφήνω ‘γεια, ποτάμια».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

…«Ω Πάν, είτε στ’ ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
ή στου Μαινάλου τριγυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ’ ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ’ οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ’ έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν’ όμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
γιατί απ’ τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι….»

«Θεόκριτος- Θύρσις η Ωδή»

(Μετάφραση Ι. Πολέμης)

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close