«Η Χρυσοχέρα»

giagia

‘Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει’

Αντίκρισε το φως γύρω το 1900 περίπου, μια εποχή απόλυτης καταστροφής από τους πολέμους, φτώχεια, επιδημίες. Κάθε ανδρόγυνο αράδιαζε και καμιά δεκαριά παιδιά. Όσα ζήσουν… Θέριζαν οι αρρώστιες, η πείνα… Αλλοίμονο στα σπιτικά που τους έλαχαν πολλά «τσουπιά» έτσι ονόμαζαν τα κορίτσια. Μεγάλο βάσανο για τις φτωχές οικογένειες, πως θα τα πάντρευαν χωρίς προίκα; Σ’ ένα τέτοιο φτωχόσπιτο   γεννήθηκε και η μικρή, της ιστορίας μας… Είχαν προηγηθεί ένας μεγαλύτερος αδελφός και μια αδελφή. Θα ήταν δέκα – έντεκα ετών, όταν πέθανε η μάννα, έμειναν ορφανά. Πέρασε λίγος καιρός, μπήκε μητριά στο σπίτι. Το μεγαλύτερο κορίτσι, δεκάξι – δεκαεφτά το πάντρεψαν σε κάποιο απόμακρο χωριό, τα βάρη έπεσαν όλα στη μικρή. Μα αυτή δεν ήταν άλλο «μικρή». Είχε μεγαλώσει πριν την ώρα της… Πλύσιμο (στη σκάφη με αλισίβα από στάχτη), μπάλωμα, ζύμωμα, σκούπισμα, φροντίδα των κατοικίδιων ζώων, νερό από το πηγάδι και τέλος τον λίγο χρόνο που έμενε, στον Αργαλειό, να μαζέψει την προίκα της…Πόση καλοσύνη και αγάπη μπορεί να δείξει μια μητριά στα προγόνια της; Σε λίγα χρόνια η οικογένεια όλο και μεγάλωνε, το προκομμένο κορίτσι το ήθελαν πολλοί στη δούλεψή τους… Υπηρέτρια στην Αθήνα, μάζεψε τα λιγοστά ρουχαλάκια του και με δάκρυα στα μάτια έφυγε ν’ ανταμώσει την σκληρή του μοίρα…-Να μην αντιμιλάς παιδάκι μου, να κάνεις υπομονή, μέχρι να συνηθίσεις… Υπομονή είναι το γιατρικό των φτωχών, των απελπισμένων. Εκεί που όλα χάνονται, είναι το τελευταίο αποκούμπι…Υπομονή φτωχό κορίτσι, πέντε – δέκα – είκοσι χρόνια… πάει πέρασε πια. Όλα άλλαξαν…Οι εικόνες και ο κόσμος, αυτός ο κόσμος που δεν αγαπά, δε συμπονά, ο αδυσώπητος κόσμος…Πότε χόρευε το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας στο μυαλό της, άλλοτε αλυχτούσε, πληγωμένο ζώο που ψυχορραγεί κι άλλοτε βούλιαζε και χανόταν τσακισμένο καράβι, σ’ ανταριασμένο κύμα. Είκοσι και πλέον χρόνια έμεινε στην Αθήνα υπηρέτρια…Σε παλαιότερες εποχές θα την ονομάζαμε σκλάβα, δούλη που ο κύριος της είχε το δικαίωμα ακόμα και της θανάτωσης…Η μικρή υπέστη κάτι χειρότερο, «ψυχική θανάτωση». Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως αυτή την κοπέλα, δεν υπήρχε εργασία που θα μπορούσε να την τρομάξει, καμιά βαναυσότητα δεν θα της σάλευε το νου…Όμως η ψυχική βία, το στράγγισμα της ψυχής, πώς να το πολεμήσει ένα άβγαλτο χωριατοκόριτσο; Σε ποια αγκαλιά να γείρει και να πει τον πόνο του; Μετά από τόσα χρόνια, μάζεψε την «προίκα της» σ’ ένα σεντόνι, την φόρτωσε στον ώμο και ήρθε με τα πόδια στο χωριό. Ζούσε σ’ ένα δικό της κόσμο, απρόσιτο, που κανείς πλέον δεν θα μπορούσε να διαταράξει… Σε όποιο σπίτι έμπαινε, άνθιζαν τα λουλούδια στις γλάστρες, μοσχοβολούσε το σπιτικό, όλα χαμογελούσαν… Χτύπησε την πρώτη πόρτα κάποιου συγγενή.

–                     Θα κάνω όλες τις δουλειές, δεν θέλω πλερωμές. Κοιμάμαι στο κατώγι με τα ζωντανά, δεν σας γίνομε βάρος…Εκεί δίπλα στα ζωντανά κοιμόταν στα περισσότερα σπίτια. Σε λίγες ημέρες το σπιτικό άλλαζε όψη. Ο στάβλος άστραφτε, καθαρός ασβεστωμένος όπως η αυλή και οι γύρω μάντρες. Άρχιζε σούρουπο ακόμα, με το λάλημα του πετεινού και τελείωνε αργά το βράδυ, χωρίς ποτέ να γογγύξει. Τότε που το μαγείρεμα γινόταν στο «φουρνόλακα» με την πυροστιά και ξύλα να καίνε από κάτω, τα καζάνια και οι τεντζερέδες γίνονταν κατάμαυρα από την καπνιά. Μονάχα της «Κόρης» τα σκεύη έλαμπαν μέσα κι έξω…Άμμο και στάχτη στην κάλτσα και τα κατσαρολικά «ψυχορραγούσαν» στα χέρια της, έλαμπαν σαν καινούργια. Σαν έπιανε η Άνοιξη άρπαζε τα βαριά ρούχα, κουβέρτες, μπατανίες, κουρελούδες και πρώτη στο ποτάμι στο Προ. Όλη την ημέρα με τον κόπανο τα έκανε ν’ αστράφτουν. Τ’ άπλωνε στα γύρω βράχια να στραγγίσουν και το κοντόβραδο στάζοντας στους ώμους τα μετέφερε στο σπίτι. Ποτέ δεν την είδε κανείς να κάθεται. Όταν έφερνε βόλτα τις δουλειές του σπιτιού, άρπαζε το μαχαίρι και ξεχυνόταν για χόρτα. Σε λίγες ώρες γέμιζε δυό σάκους μεγάλους, καθαρισμένα, πλυμένα. Συνήθως πήγαινε Παρασκευή, το Σάββατο τα πουλούσε στην αγορά και πρώτη ξεπουλούσε…Με τα λίγα χρήματα αγόραζε τα απαραίτητα, κλωστές, λίγο ύφασμα για κανένα μπάλωμα, καμιά πλάκα σαπούνι. Κατά τον Μάη μήνα ανθίζει στο χωριό η αφαλλαρίδα, ένα μικρό αγκάθι με κιτρινωπό λουλούδι και αιχμηρές βελόνες. Όταν ήταν έτοιμο για θερισμό, ήξερε η Κόρη, σηκωνόταν πολύ πρωί με δροσιά να μην τρυπάει και θέριζε ολόκληρες θημωνιές! Κατόπιν χώριζε τόσα – όσα μπορούσες να αδράξεις στην χούφτα σου, τα έδενε περίτεχνα με σύρμα και σπάγκο και έφτιαχνε τα περίφημα σαρώματα που σκούπιζαν τις αυλές, μαντριά και γενικά ήταν ανθεκτικά σε ανώμαλες επιφάνειες. Ποτέ δε σταματούσε αυτή η γυναίκα! Σκούπιζε, έπλενε, συγύριζε, έγνεθε όλη μέρα! – Δεν σταματάς λίγο να πάρεις μια ανάσα; – Σαν πάω στου «Κούτρη» θα ησυχάσω μια για πάντα…Εννοούσε το νεκροταφείο. Μα κάποτε έρχονταν τα φαντάσματα του μυαλού της, η κακοποιημένη ψυχή φούσκωνε κι άρχιζε ένα παραμιλητό πόνου και οργής. Φώναζε κι έβριζε με ακατάληπτα λόγια, πετροβολούσε τους τοίχους, την τύχη της, την αδικία που της έγινε…Φτωχό κορίτσι σου κλέψαν τη χαρά, δεν ξημέρωσε ποτέ για σένα…Περνούσαν μια δυο ώρες, όλα ησύχαζαν, κόπαζε η τρικυμία. Έπιανε ξανά δουλειά, με μεγαλύτερη μανία, χωρίς σταματημό… Να ξεφεύγει της καταδίκης, τ’ άγριου ποδοβολητού που την κυνηγούσε, να γδικιέται τ’ άδικο…Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ καθώς έγνεθε με το λυχνάρι στο στάβλο συγγενικού σπιτιού, άκουσε κλάματα, φωνές στο πάνω δωμάτιο. Σε λίγο τα πράγματα αγρίευαν όλο και πιο πολύ. Το κλάμα δυνάμωνε κι ο ήχος της λουρίδας σφύριζε σαν φίδι στο σώμα του μικρού παιδιού. Πήρε το λυχνάρι κι ανέβηκε επάνω να ιδεί τι συμβαίνει. Πάγωσε σαν αντίκρισε τον έξαλλο πατέρα να έχει κρεμάσει από τον «πάτερο» τον μεγάλο του γιο και να τον δέρνει ανηλεώς… Όρμισε στο συρτάρι κι άρπαξε το κουζινομάχαιρο ουρλιάζοντας: Παλιάνθρωπε τι κάνεις εκεί! θα σε σφάξω! Έγινε καπνός ο σκληρός πατέρας, πλησίασε τον μικρό κραδαίνοντας το μαχαίρι, πάνιασε αυτός νομίζοντας θα τον σφάξει, άρχισε να τσιρίζει…Σκάσε κακό χρόνο νάχεις, τι τούκανες πάλι; έκοψε το σχοινί, το λευτέρωσε…Ναρθείς να κοιμηθούμε μαζί απόψε, να περάσει η μάνιτα του πατέρα σου. Ο μικρός ανατρίχιασε, φοβόταν μην την πιάσει καμιά κρίσει τη νύχτα… Εντάξει είμαι θεία, θα κοιμηθώ στο ταβάνι αν χρειαστεί, πήγαινε για ύπνο, φχαριστώ. Δεν άντεχε τους τσακωμούς, την βία, να δέρνουν οι γονείς τα παιδιά τους. Μετά από λίγες μέρες, μάζεψε τα μπογαλάκια της κι έφυγε…Όλες οι πόρτες ήσαν ανοιχτές. Μα αυτή θα πήγαινε εκεί που ένοιωθε πως την αγαπούσαν, την σέβονταν. Να ξεκινήσει και πάλι να γυαλίσει τα μαύρα τεντζερέδια, να φυτέψει βασιλικά και μαντζουράνες, ν’ ασπρίσει τις αυλές και τους στάβλους… Είχε την χάρη και την ευλογία του Θεού, μα η κοινωνία των ανθρώπων την καταδίκασε… Χρυσοχέρα Κόρη, έρχονται κάτι νύχτες που ακούγεται ακόμη το τετράστιχο που ψιθύριζες. Κοιμήσου καλή μου…

Μη με στέλνεις μάνα

σε ξένα γονικά

δούλα τους να γίνω

πάει χάθηκα…

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close