Η… Εταιρία

Πολλές φορές, έρχονται από τα περασμένα, ιστορίες, γεγονότα, πρόσωπα, εικόνες μιας άλλης εποχής, τα συγκρίνεις με το σήμερα, σε πιάνει μελαγχολία…Πως περνούν τα χρόνια; Πριν λίγο καιρό, περίπου το 1960, τότε που το μικρό μας χωριό ήταν η «Θανούπολη» των 200 παιδιών στο δημοτικό , τον 15 μικρών παντοπωλείων και των 1200 κατοίκων περίπου… Αχάραγα, έτσι το έλεγαν, κατηφόριζε η μικρή «εταιρία» των πηγαδάδων τη χίμιζα με τον κασμά στον ώμο φτυάρια πατητά, τον ντορβά με το κρασί και το ταγάρι με το φτωχό κολατσιό, ελιές, τυρί, σκόρδο, κρεμμύδι και το καρβέλι το ψωμί. Άκουγες  το τραγούδι τους καθώς έσμιγαν και ξεμάκραιναν για τη δουλειά. Φτωχοί μεροκαματιάρηδες όλοι τους: Φρατάρας, Μεϊντάνης, Σιουρούφης, Αλεβίζος, Κουμπαρούλιας . Ο ήλιος τούς έβρισκε μέσα στην «τρύπα τού χάρου» έτσι αποκαλούσαν τα πηγάδια όταν έφταναν σε αρκετό βάθος. Πολλά τα έχτιζαν από πάνω προς τα κάτω, πράγμα δύσκολο και επίπονο, γιατί «έκοβαν» και βυθίζονταν απότομα, με κίνδυνο να χωθούν μέσα. Μάστορας, άριστος στο χτίσιμο ο «μηχανικός» της παρέας, Γιώργης Φούτρης, «Κουμπαρούλιας». Στο χείλος του πηγαδιού στερέωναν το καρέλι, έμοιαζε με μεγάλη κουβαρίστρα για να τραβούν τα χώματα έξω. Έσκαβαν μέχρις ν’ ανταμώσουνε το θείο δώρο, το νερό. Τα περισσότερα πηγάδια της περιοχής η «εταιρία» τα είχε ανοίξει. Κάποιο απόγευμα σχόλασαν κάπως νωρίτερα του συνηθισμένου. Δούλευαν ένα πηγάδι στο Μπεσήρι, «Παλλάντιο» και για καλή τους τύχη πέρασε από εκεί κάποιος φίλος με το φορτηγό του να τους καλέσει από βδομάδα για δουλειά. Όλα αυτά τα συζητούσαν πίνοντας και τραγουδώντας ως συνήθως. Ευκαιρία να γλυτώσουν τον ποδαρόδρομο, υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Ο Μεϊντάνης είχε έρθει εκείνο το πρωινό με το γάϊδαρό του. Τώρα τι γίνεται που ο φορτηγατζής έθεσε ως όρο να φορτώσουν και τον γάιδαρο στην καρότσα, μαζί με τον αναβάτη του. Άλλο που δεν ήθελαν οι υπόλοιποι της παρέας. Πλησίασαν το γάιδαρο σε μια πεζούλα, σήκωσε κι ο φορτηγατζής την ανατροπή και με λίγο σπρώξιμο γάιδαρος και αναβάτης βρέθηκαν στην καρότσα. Πήδηξαν και οι υπόλοιποι επάνω πειράζοντας τον καβαλάρη και σε λίγο έφθασαν στο χωριό, στου δάσκαλου το μαγαζί (Γούβη). Γάϊδαρος και Μεϊντάνης όρος απαράβατος, ο δεύτερος στην ράχη του πρώτου, μέχρι να παρθεί απόφαση να κατεβούν όπως ανέβηκαν, (δηλαδή καβάλα) διαφορετικά αν ο Μεϊντάνης παραβίαζε « το πρωτόκολλο», θα πλήρωνε όλα τα έξοδα της βραδιάς και δεν ήταν και λίγα… Άρχισαν τις μπύρες, κάποιος πονηρός έφερε ένα χωνί, σήκωσαν ψηλά το κεφάλι του γαϊδάρου και τον πότιζαν μπύρα. Ψηλός ο Μεϊντάνης, μικρόσωμο το ζώο, άγγιζαν οι ποδάρες του σχεδόν το πάτωμα.  Τα πειράγματα έδιναν κι  έπαιρναν. Τόριξαν στο τραγούδι:   Θέλω ν’ ανέ… μαυρομάτα μου/ θέλω ν’ ανέβω σε βουνό/. Αχ! μωρέ θέλω ν’ ανέβω σε βουνό/ τις όμορφες να κυνηγώ.  Αχ! μωρέ να κυνηγώ τις όμορφες/ Ξανθιές και μαυρομάτες…Και οι μπύρες να έρχονται βροχή, ο γάϊδαρος να παραπατά και να νυστάζει,  ο Μεϊντάνης ν’ αναπηδά πάνω στο σαμάρι να στυλώνει τον γάϊδαρο που τρεκλούσε και ν’ απειλεί πως θα διαλύσει το «πρωτόκολλο» αν δεν του επιτραπεί να κατεβεί για κατούρημα. Κάποιος του πέταξε έναν χαλκωματένιο κουβά! Βολέψου με αυτό και μην σαλέψεις, γιατί θα σε δέσουμε! Γύρισε γυναικεία, τι να έκανε ο άνθρωπος, από το «δέσιμο» καλός και ο κουβάς, ανακουφίστηκε… Το γλέντι  συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα, ο γάϊδαρος τρέκλιζε, οι ποδάρες τον στύλωναν, σε λίγο ο αναβάτης άρχισε να γκαρίζει, δύσκολα ξεχώριζες πλέον το ζώο από τον αναβάτη. Κάποια στιγμή τα φώτα έσβησαν, το φορτηγό πήγε «το φορτίο του» στην πλατεία, έκανε όπισθεν στη μάντρα τού Γκούρλα, ξεφόρτωσε. Το πρωί, πέντε η ώρα όλοι ήταν στη θέση τους και ξεκινούσαν πάλι τραγουδώντας για δουλειά… Σαν να μη συνέβη τίποτα το προηγούμενο βράδυ…

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close