ΖΟΥΜΠΓΙΤ
Κάθε μέρος και τόπος έχει και την δική του μικρή ιστορία να σου διηγηθεί. Ειδικά το δικό μας μικρό χωριό Θάνα που παλαιότερα όλο και κάποια παράσταση παρακολουθούσες σε κάποιο δρόμο, μαγαζί, γειτονιά, αλάνα…
Πολλά παιδιά, φτωχά ξυπόλυτα, τριγύριζαν κι έπαιζαν στους δρόμους, στο τέλος τα έκοβε η πείνα σκαρφίζονταν διάφορα να κλέψουν ένα σταφύλι, ένα κεράσι ή να πειράξουν κάποιον αφελή να περάσει η ώρα τους… Ήταν η σκληρή δεκαετία του 60ηντα…
– Το φτωχό γεροντάκι έχει φορτώσει από νωρίς το μουλάρι του, έχει στρώσει ένα κιλίμι στο σαμάρι του γαϊδάρου να μη λερώσει το καλό του παντελόνι και ετοιμάζεται να πάει στο μύλο ν’ αλέσει. Έδεσε την μούλα πίσω από τον γάϊδαρο στο κολτσάκι, έκανε το σταυρό του… -Πρόσεχε κακομοίρη μου, μη σε γελάσει πάλι ο μυλωνάς γιατί αλοίμονό σου. 101 Οκάδες έχεις. Τάκουσες;;;101. Πράγματι αλοίμονό του! η Σωτήρω-η κόρη του, δεν αστειευόταν… Την προηγούμενη του είχε φέρει το φτυάρι που φούρνιζε στο κεφάλι, κατά λάθος βέβαια, έβαλε ασυναίσθητα το χέρι του στο καρούμπαλο που δεν έλεγε να φύγει από το μέτωπο, -καλά δεν θα με ξαναγελάσει της είπε, σκούντηξε το γάϊδαρο και ξεκίνησε. Ήταν ένα γεροντάκι κοντόχοντρο, στρογγυλό πρόσωπο παχουλά μάγουλα κόκκινα σαν αίμα, περισσότερο έμοιαζε με Εσκιμώο. Η κ. Σωτήρω κοντόχοντρη, αγράμματη, σκληρή πώς να μην ήταν άλλωστε, είχε να κάνει με θηρία τριγύρω της. Την πάντρεψαν μεγαλοκοπέλα ‘κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι’, ψιθύριζαν οι χωριανοί. Ο άντρας της δίμετρος άντρακλας ο Γιώργης ο ‘κουρέας, Θανιώτης κι αυτός, ήταν το πρώτο ψαλίδι στην κουρά των προβάτων, μα και την δική του κόμμωση αυτός την φρόντιζε, του έμεινε έτσι το παρατσούκλι Κουρέας. Φτωχός άνθρωπος πήγε σιόγαμπρος. Δεν ευτύχισαν να κάνουν παιδιά – ευτυχώς έλεγαν οι κακές γλώσσες που ο κουρέας ήταν σπανός… Ζούσαν πολύ φτωχικά στο ανατολικό μέρος του χωριού, δεν πείραζαν κανέναν. Είχαν καμιά δεκαριά προβατάκια, ένα μικρό περιβόλι στον κάμπο της Μπολλέτας (Μάκρης) και λίγα χωραφάκια που τα έσπερναν για να βγάλουν το ψωμί της χρονιάς.- Σκουντούσε κάπου – κάπου το γαϊδουράκι μονολογώντας συνεχώς να μην το ξεχάσει ‘101 οκάδες -101 η οκά… Λίγο πριν τον Αη Γιάννη συνάντησε κι άλλους χωριανούς που πήγαιναν για άλεσμα κι άλλοι στα χωράφια τους. Ο ατυχής γέροντας είχε πολύ ασθενή μνήμη, κάποιοι το γνώριζαν αυτό, του έπιασαν την κουβέντα, άρχισαν να του λένε άλλα νούμερα, πόσες οκάδες κουβαλάει ο καθένας τους, τον μπέρδεψαν, στα πεντακόσια μέτρα είχε ξεχάσει πόσο άλεσμα είχε φορτώσει… Τώρα άνοιξε η γης κάτω από τα πόδια του, να προχωρήσει; ο πονηρός μυλωνάς θα τον ρωτούσε πόσο άλεσμα έχει κι αν δεν ήξερε σίγουρα θα τον έκλεβε, πήρε την ηρωική απόφαση. Πίσω ολοταχώς! Κάλιο κι άλλο καρούμπαλο παρά μαγαρισμένος’, την κλεψιά την θεωρούσαν μαγάρα Κέντρισε το γαϊδουράκι μ’ ένα σιδερένιο παλούκι στον πισινό και καθώς συναντούσε στο γυρισμό πρόβατα κι άλλα εμπόδια έκανε τον ήχο της κόρνας του αυτοκινήτου, μπιτ, μπιήτ και καθώς κέντριζε τον γάιδαρο να πάει πιο γρήγορα έβγαζε έναν ήχο – ζα ,ζου, αχά, του το κόλλησαν το παρατσούκλι – ζουμπγίτ. Την επομένη είχε βουίξει το χωριό ‘Ζουμπγίτ 101 η όκα, είδε κι απόειδε ο έρμος, από τότε αχάραγα έβγαζε τα προβατάκια του για βοσκή και το βράδυ μπερδευόταν με κανένα άλλο κοπάδι για να γλυτώσει από τους διαβόλους. Το πρόβλημα ήταν ότι διέσχιζε όλο το χωριό αφού τα λιγοστά χωραφάκια του ήταν δυτικά. Τον καρτερούσαν οι πιτσιρικάδες σαν περνούσε κρυμμένα πίσω από τις μάντρες και πεταγόταν ξαφνικά μπροστά του αλαλάζοντας: Ζουμπγίτ 101 η οκά. – Ζουμπγίτ 101 η οκά. Επικρατούσε για λίγο πανικός, τα πρόβατα σκόρπιζαν, ο γάιδαρος έκανε ανόρθωση και τον γκρέμιζε από το σαμάρι,. Το πρόσωπό του γινόταν σαν παπαρούνα, από τύχη είχε γλυτώσει το εγκεφαλικό, τα περνούσε από γενεές δεκατέσσερις και με το δίκιο του. Δοκίμασε να πηγαίνει μπροστά αυτός και πίσω τα πρόβατα, τίποτα, τα ίδια και χειρότερα, αφού του κυνηγούσαν τα πρόβατα και τον περιέπαιζαν, έφθαναν μέχρι την ουρά του γαιδάρου να τραβούν Είδε κι αποείδε κυκλοφορούσε ελάχιστα στο χωριό, σκάριζε αχάραγα τα προβατάκια του, αργά το βράδυ γυρνούσε πίσω να γλυτώσει τα βασανιστήρια που τον υπέβαλλε μια σκληρή κοινωνία, που προσπαθούσε να γλυκάνει τις δικές της πίκρες με τα παθήματα του καθενός. Λίγο ως πολύ όλοι σ’ αυτό το χωριό έχουν υποστεί το μαρτύριο της χλεύης, της κοροϊδίας… Μια λάθος λέξη, μία αδέξια κίνηση και την άλλη μέρα σε χλεύαζαν εν χορώ ,αν δυσφορούσες και αντιδρούσες, τόσο το χειρότερο, τότε κλείδωνε για τα καλά το πράγμα και ήταν το νέο σου όνομα…
ΤΑΚΙς ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟς (ΤΖΙΒΑς)
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.