Τρίκορφα

Γράφει ο Τάκις Τζίβας
Πριν από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στις 24 Ιουνίου, γιορτάστηκε με κάθε επισημότητα όπως και κάθε χρόνο, η μάχη των Τρικόρφων, προς τιμήν των παλληκαριών που έπεσαν πολεμώντας τις ορδές του Ιμπραήμ Πασά, για την σωτηρία της Πατρίδας… Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο Φιλόλογος καθηγητής κ. Ηλίας Χαλκιάς, αναφερόμενος εκτενώς στα γεγονότα της εποχής. Τα Θλιβερά εκείνα γεγονότα για το γένος, που μας ανάγκασαν να κάνουμε και το πρώτο μετά Τουρκιάς ‘Μνημόσυνο’ του Ελληνικού Έθνους. Για 400 χρόνια βλέπεις ήμασταν τα πιο ανθεκτικά υποζύγια στον κόσμο, σπάνια ράτσα, μόνο λιγοστό φαγητό και νερό και αντέξαμε μύριες συμφορές, εξανδραποδισμούς, παιδομαζέματα, εξευτελισμούς… Ήταν κουτό κι επικίνδυνο ν’ αφεθούμε ελεύθεροι στην τύχη μας, τέτοιους υποταχτικούς δεν τους χαρίζουνε εύκολα. Έτσι ήρθαν οι σωτήρες μας, σημερινοί Ν.Δ.Τ να μας δανείσουν, (το πρώτο Μνημόσυνο) με εξευτελιστικούς όρους… Συγκεκριμένα: Το 1824 μας δάνεισαν 800.000 στερλίνες, πήραμε μόνο 308.000 και 11.900 σε πολεμοφόδια. Το 1825 μας δάνεισαν 2.000.000 στερλίνες, μόνο 190.000 έφθασαν στα χέρια μας, τα υπόλοιπα 529.000 στερλίνες ήταν για ατμόπλοια φαντάσματα που θα κατασκευάζαμε σε Αγγλία και Αμερική τα υπόλοιπα τοκοχρεολύσια!!! Μέχρι σήμερα τον ίδιο κια απαράλλαχτο δρόμο βαδίζουμε, η πηγή που θα πιούμε νερό και θα ‘σταλίσουμε’ είναι πολύ μακριά… Μας έφθασαν σε σημείο που έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στον ακαριαίο θάνατο ή τον αργό μαρτυρικό Γολγοθά… Επιλέξαμε το δεύτερο. Άραγε πόσα ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ θ’ αντέξουμε ακόμα; Οι παρακάτω στίχοι μας δίνουν το κλίμα της εποχής…
ΤΡΙΚΟΡΦΑ
Τρίκορφα μελανόστηθα, βιγλάτορες του κάμπου
σας έλαχε κληρονομιά τους ώμους σας να βάψει
η δόξαθάνατη Θεά με αίμα αετομάχων…
Βγήκε ο ήλιος κόκκινος, το δάκρυ του αυλάκι
κύλησε και φωτίστηκαν οι πύλες της αβύσσου
μην ξεχαστεί ο Άρχοντας του σκότους και ν’ αφήσει,
την κόρη τη μονάκριβη, την Ήλιοθυγατέρα…
Αλλοίμονο, η Έριδα υφαίνει με πορφύρα
δίχτυ αραχνοΰφαντο, την Κόρη να τυλίξει
που θα φανεί το χάραμα, στην αγκαλιά του ήλιου…
Και τούτη, τη φωτόστρατα, βάλθηκαν να φυλάξουν
οι εκλεκτοί της κλεφτουριάς, τριακόσια παλληκάρια
για να περάσει η μορφονιά, ν’ ανθίσει η γης και πάλι…
Μα η Νυχτοκόρη, άπλωσε τα πλόκαμοδοκάνια,
στης Πάνω Χρέπας τις πλαγιές στήνεται πανηγύρι,
μήνυμα οι κουφιοκέφαλοι στέλνουνε στους εχθρούς τους,
το πέρασμα, το ποθητό προτού εξασφαλίσουν…
Κείνη την ώρα, δάκρυσε ο Γέρο Θεοδωράκης
την προδοσιά κατάλαβε, τερτίπια της διχόνοιας,
οι άμυαλοι συντρόφοι του, ‘σφάξαν του Ήλιου βόδια’
και τώρα νοιώθει πως θα’ ρθει της ύβρις τιμωρία…
Κείνη την ώρα διάβασε τη μοίρα της πατρίδας,
αλλάζανε οι κλειδαριές μαζί και οι αλυσίδες
και τον διατάζαν στανικώς υπογραφή να βάλει,
το Γένος, την Πατρίδα του, σκλάβα να παραδώσει,
σ’ έναν χειρότερο εχθρό, για πάντα, άνευ όρων…
Σφίγγει τα δόντια, προσκυνά το αίμα των προγόνων
την ύστατη τούτη στιγμή τον άνισο αγώνα
θα δώσει και του Χάροντα, δείχνει τα κορφοβούνια…
Τα παλικάρια σύναξε το πέρασμα να πιάσει
που είχε ταμπούρια δυνατά στα Τρίκορφα στη ράχη,
μα είχε προφτάσει ο εχθρός και τόνε καρτερούσε
στον τρίτο λόφο του Νοτιά με μπόμπες και κανόνια .
Δώδεκα ώρες πολεμούν, κοκκίνισαν οι πέτρες,
τρέχει το αίμα σα νερό έφθασε ως τον Άδη
και το σκοτάδι μύρισε, φωτοψυχής το μύρο…
Πήρε το δείλι, απόμειναν λίγοι, μα ψυχωμένοι
και η σκλαβιά τους κύκλωσε, σέρνει τις αλυσίδες,
προσκυνοχάρτι τους καλεί, να παν να υπογράψουν …
Κ αυτοί τραγούδι στήνουνε, με βόλια γευματίζουν,
κρατούν γερά τους άπιστους μακριά απ’ τα ταμπούρια,
μα είναι λίγοι κι οχτροί αμέτρητοι, χιλιάδες
κι όλο μικραίνει ο κλοιός κι ο ήλιος σκοτεινιάζει…
Οχτώ χιλιάδες στράτευμα, στα Βέρβαινα δεμένο
απ’ της Διχόνοιας τους ιστούς , δεν έδωσε βοήθεια…
Την ώρα εκείνη μάχετο, η μέρα το σκοτάδι
που ’χε τη νύχτα σύμμαχο και του καπνού το πούσι.
Γυμνό το λιγοστό το φως κρέμεται στα σπαθιά τους,
άνοιξαν δρόμο, πέταξαν ψηλά στον άγριο λόγγο,
κι ακούγονται οι στεναγμοί, απ’ των σπαθιών το χτύπο…
Ακόμα το τραγούδι τους ακούγεται τις νύχτες,
μοιρολογά η ρεματιά το ψιθυρίζει η λεύκα,
την Κόρη την πεντάμορφη την καρτερούν ακόμα
με το χρυσό μαντήλι της, τρανό χορό να σύρει,
ν’ αναστηθεί ξανά το φως και να χαρεί ο Ήλιος…
Τάκις Τζίβας
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.