Τα Τρίκορφα στην επανάσταση 1821

Γράφει ο Ηλίας Χαλκιάς, καθηγητής φιλόλογος
Σε στιγμές, όπως η σημερινή, που καταθέτουμε φόρο τιμής και μνήμης στους πρωταγωνιστές κρίσιμων ιστορικών γεγονότων, έρχονται στο νου μου οι στίχοι του νομπελίστα ποιητή μας Οδ. Ελύτη:
«Θέ μου Πρωτομάστορα, μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα, μ’ έκλεισες μές στη θάλασσα».
Η διττή φυσική γεωγραφία της πατρίδας μας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ιστορική της διαδρομή. Μεγάλα γεγονότα του Μύθου και της Ιστορίας μας έχουν στενή συνάφεια και αιτιώδη σχέση με τη διμορφία του φυσικού μας χώρου. Αυτή η ιδιοσυστασία του ελληνικού τόπου έχει προσφέρει διαχρονικά στο γένος των Ελλήνων τη δυναμική που απαιτούσε η εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Άλλοτε δηλ. η θάλασσα εξασφάλισε δρόμους (δια)φυγής και οδήγησε σε ναυτικές εξορμήσεις σε όλη την έκταση της Μεσογείου, από τις Ηράκλειες Στήλες της Ιβηρικής μέχρι την Κολχίδα των Αργοναυτών, από το Δυρράχιο της Ηπείρου και την Ιταλική χερσόνησο και Σικελία μέχρι την Κυρήνη και τη Ναύκρατι της Αιγύπτου, και στη δημιουργία των αστερισμών των ελληνικών αποικιών. Άλλοτε πάλι η στεριά πρόσφερε χώρους καταφυγής στους διωκόμενους και απειλούμενους προπάτορές μας, που εύρισκαν ασφάλεια στις δυσπρόσιτες περιοχές των βουνών μας, ώσπου με την αντίστασή τους ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και επιστρέψουν στα ειρηνικά τους έργα. Άλλοτε τέλος η ελληνική φύση υπέδειξε με την τοπογραφία της τις καίριες στρατηγικές επιλογές σε κρίσιμες ιστορικές αναμετρήσεις, όπως αποκαλύπτει για παράδειγμα η ναυμαχία της Σαλαμίνας ή η συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων.
Ο τόπος που βρισκόμαστε σήμερα, το Μαίναλο και τα Τρίκορφα, έχει έντονη αυτή τη φυσική δωρεά και το συνακόλουθο ιστορικό προνόμιο. Η Αρκαδική μυθολογία τον έπλασε ενδιαίτημα/καθέδρα του γηγενή θεού Πάνα, που ζούσε στις ελατοβριθείς /δασοσκέπαστες πλαγιές και τις κατάρρυτες κοιλάδες /πηγές του Μαινάλου και των άλλων αρκαδικών βουνών και ποταμών απολαμβάνοντας την ειδυλλιακή αυτάρκεια και τη φυσική ευδαιμονία συντροφιά με τις νύμφες των δασών και των πηγών, αλλά και τους ποιμένες της Αρκαδίας!
Η αρκαδική ιστορία επέπρωτο να αναδείξει την ευρύτερη περιοχή του Φαλάνθου και ειδικά τα Τρίκορφα σε μοναδικό ιστορικό πεδίο, όπου διαδραματίστηκαν κορυφαία γεγονότα της αρχαίας, μεσαιωνικής και της νεότερης ιστορίας του έθνους μας. Τέτοιο ρόλο επεφύλαξε για τις βουνοκορφές του Μαινάλου (όπως και ολόκληρης της Αρκαδίας και της Ελλάδας) και στην κρίσιμη περίοδο πριν και κατά την ελληνική επανάσταση της Εθνεγερσίας. Τα Τρίκορφα, που υψώνονται γύρω μας, υπήρξε ο κρίσιμος ιστορικά τόπος, όπου εκτυλίχθηκαν καθοριστικής σημασίας πολιτικά και στρατιωτικά/πολεμικά γεγονότα κατά την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο.
Τα Τρίκορφα είναι τρεις οξείες κορυφές στις οποίες καταλήγει νότια μια ισχυρή απόφυση του όρους Μαινάλου. Η φυσική τους θέση και διαμόρφωση, περίοπτος, αλλά τραχύς και δύσβατος τόπος, και η εγγύτητα/γειτνίαση με την Τριπολιτσά (το νεότερο οικονομικό και διοικητικό κέντρο του οροπεδίου της Μαντινείας), επεφύλαξαν σ’ αυτά (τα Τρίκορφα) κεντρικό ρόλο στο σχεδιασμό και στην έκβαση της Επανάστασης του 1821, όχι μόνον τοπικά και περιφερειακά, αλλά κατ’ επέκταση και πανελλήνια.
Τα Τρίκορφα εμπλέκονται στην προεπαναστατική εξέγερση, που είναι γνωστή ως Ορλωφικά (1769-1770). Συνεχίζοντας τη βαλκανική πολιτική του Τσάρου Μεγάλου Πέτρου για έξοδο στη μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο-Μεσόγειο, και εμπνευσμένη από τις αρχές της «Φωτισμένης δεσποτείας» του Γαλλικού Διαφωτισμού, η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη στέλνει στην Ελλάδα τον Γ. Παπάζολη, Έλληνα λοχαγό του πυροβολικού του ρώσικου στρατού, για να ετοιμάσει το ελληνικό μέρος μιας παμβαλκανικής εξέγερσης.
Το Φεβρουάριο του 1770 μοίρα ρωσικού στόλου με επικεφαλής τον Θ. Ορλώφ φτάνει στη Μάνη και μεταδίδει τη φλόγα της εξέγερσης. Τον Απρίλιο του 1770 δεύτερη ρωσική μοίρα με ναύαρχο τον Αλέξιο Ορλώφ κυρίευσε την Πύλο και έδωσε εντολή στο Μυκονιάτη Αντ. Ψαρρό να καταλάβει την Τριπολιτσά. Το σύνολο των αντρών που εκστρατεύουν κατά της Τριπολιτσάς ξεπερνά τις οκτώ χιλιάδες. Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί μουσουλμάνοι σύμμαχοί τους που βγαίνουν στα Τρίκορφα στις 29 Μαρτίου 1770, Μεγάλη Δευτέρα, για να τους αντιμετωπίσουν είναι σαφώς λιγότεροι. Πολεμούν όμως με τέτοιο σθένος και αποφασιστικότητα, που σε σύντομο χρονικό διάστημα διαλύουν κυριολεκτικά το ρωσο-ρωμαίικο στράτευμα, το οποίο και τρέπεται σε άτακτη φυγή. Τρεις χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν στην Τριπολιτσά σε αντίποινα για την εξέγερση και μεταξύ αυτών ο Επίσκοπος Άνθιμος. Αλλά οι δυνάμεις των Τουρκαλβανών, που βοήθησαν τους Οθωμανούς κατακτητές στην καταστολή της εξέγερσης, οχυρώθηκαν στην Τριπολιτσά και για δέκα χρόνια εξελίχθηκαν σε φοβερή μάστιγα του πληθυσμού, επιδιδόμενοι σε φοβερές καταστροφές των οικισμών, λεηλασίες περιουσιών, δενδροτομήσεις και φθορές των λίγων καλλιεργειών, σφαγές, διώξεις, αιχμαλωσίες και εξανδραποδίσεις σε βάρος Ελλήνων και Τούρκων στην Αρκαδία και σε ολόκληρο το Μοριά.
Η Πύλη έστειλε διαδοχικά έντεκα πασάδες στην Πελοπόννησο, για να εκδιώξουν τους Τουρκαλβανούς, αλλά δεν το κατάφεραν. Τελικά τον Ιούλιο του 1779 ανατέθηκε στον καπετάν Πασά Χασάν Μαντάλογλου ειδική αποστολή για την εξόντωσή τους. Αφού απέτυχε να πείσει τους Αλβανούς να αποχωρήσουν ειρηνικά, ζήτησε τη συνδρομή των Ελλήνων Κλεφτών δίνοντάς τους όπλα και πολεμοφόδια και υποσχόμενος αμνηστία για την εξέγερση στα Ορλωφικά. «Να ελθήτε να βγάλουμε τους Αρβανίτες και να βρει ο ραγιάς το δίκιο του» (Απομν Κολοκ σ. 27). Στα κάλεσμα αυτό ανταποκρίθηκαν οι Έλληνες Κλέφτες, για να απαλλαγούν από τον ένα τύραννο. Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πατέρας του Γέρου του Μοριά, οχυρώθηκε με χίλιους Κλέφτες στα Τρίκορφα και έφραξε το δρόμο διαφυγής των Αλβανών προς τα δυτικά.(«Ο πατέρας μου εκίνησεν με χίλιους στρατιώτας, κι έπιασε τα Τρίκορφα, εις την Τριπολιτσάν» ό.π. σ. 27). Ο Χασάν Πασάς «επήρε έξη χιλιάδες ταγκαλάκια και τους κλέφτες τρεις χιλιάδες» και αφού πέρασε από Αγιωργήτικα και Στενό «έρριξεν το ορδί» (στρατοπέδευσε) στα Δολιανά. Από εκεί οργάνωσε τον αποκλεισμό των Αλβανών στο τόξο από τα ΝΑ μέχρι τα ΒΑ σημεία του οροπεδίου της Τρίπολης, ολοκληρώνοντας έτσι τον πολιορκητικό κλοιό από τα ανατολικά, ενώ προώθησε το ιππικό του στον κάμπο της Βολιμής μέχρι το λόφο των Αγίων Αποστόλων. Οι Αλβανοί δέχονται ορμητικές επιθέσεις από τα μικτά πολιορκητικά ελληνο-τουρκικά σώματα σε ολόκληρο το ανατολικό τόξο και γι’ αυτό επιχειρούν δυο φορές με τέσσερις χιλιάδες μαχητές να διασπάσουν τον κλοιό του Κολοκοτρώνη στα ταμπούρια των Τρικόρφων, αλλά αναχαιτίζονται. Επιχειρούν τρίτη έξοδο από το Τρίκορφα με 6.000, αλλά πάλι αποκρούστηκαν και απωθήθηκαν στον κάμπο, όπου καραδοκούσε το προωθημένο μέχρι τον Άγιο Σώστη της Τεγέας τουρκικό ιππικό. «Εσυνάχθηκαν όλοι και πάνε εις τον πατέρα μου, και αυτός τους εστάθηκεν με ορμήν, και τους εγύρισε κατά τον κάμπον· ενώθηκαν και άλλοι καπεταναίοι· εμβήκαν εις τα χωράφια, εις τον κάμπον τους εσκότωσεν η καβάλλα ως οι θεριστάδες· έπεσεν η καβαλλαρία μέσα και τους εθέρισαν· από την μια μεριά, η καβαλλαριά, από το άλλο μέρος ο πατέρας μου. Από δώδεκα χιλιάδες, επτακόσιοι απέρασαν εις το Δαδί…Τα κεφάλια των Αλβανών έφτιασαν πύργον εις την Τριπολιτσά. Ησύχασεν η Πελοπόννησος» (ό.π. σ. 27/28). «Η δεκαετής μάστιξ των απαισίων Αλβανών εξέλιπεν» σχολιάζει ο ιστορικός της Τριπολιτσάς Τάσος Γριτσόπουλος (Τόμ Α΄, σ. 371).
Ο Χασάν-πασας έμεινε για λίγους μήνες Μόρα Βαλεσής, έδωσε αμνηστία στους Κλέφτες και εργάστηκε για την ανασυγκρότηση του ρημαγμένου από τους Αλβανούς Μοριά. Αλλά δύο σπουδαίοι Κλέφτες, ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης και ο φίλος του Παναγιώταρος δεν αποδέχτηκαν την αμνηστία και αποσύρθηκαν στον πύργο του δεύτερου στη λακωνική Καστάνιτσα. Ο Χασάν-πασας δεν λησμόνησε την προσβολή αυτή και όταν το 1780 επανήλθε για υποταγή της Μάνης «μίαν σεληνοφώτιστον νύκτα, την 19 Ιουλίου 1780, οι δύο ήρωες εξοντώθησαν»(Τ. Γριτς, ό π σ. 373).
Πρέπει να υπενθυμίσουμε η Ελληνική Επανάσταση που ξέσπασε στις αρχές του 1821 δεν διέθετε ούτε ενιαίο πολιτικό συντονισμό ούτε ενιαία στρατιωτική οργάνωση. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον ανορθόδοξο τρόπο πολέμου στον οποίο είχαν εθιστεί οι διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις , κυρίως άτακτοι Κλέφτες και οι εκάστοτε συνεργαζόμενοι Αρματολοί, καθιστούσαν συχνά τη σύσταση μόνιμων στρατοπέδων πολύ δύσκολη υπόθεση. Δύσκολα μαζεύονταν και πολύ εύκολα διαλύονταν τα ορδιά των οπλαρχηγών. Γι’ αυτό η υπογραφή στο Χρυσοβίτσι εγγράφου με το οποίο «το γένος της Καρυταίνης αυτοθελήτως διορίζει αρχιστράτηγον και κεφαλήν των στρατευμάτων τον γενναιότατον και υπέρμαχον του γένους καπετάν Θεοδωράκην Κολοκοτρώνην» είχε ανυπολόγιστη σημασία για τη συνέχιση του Αγώνα. Ενισχυμένος και με τυπικό κύρος ο Γέρος του Μοριά προχώρησε στην οργάνωση των στρατοπέδων της Καρύταινας, που άλλαξε τον μέχρι τότε ασυντόνιστο χαρακτήρα της στρατιωτικής δράσης.
Στην πορεία των επιχειρήσεων ο Κολοκοτρώνης κατανόησε το νευραλγικό ρόλο της άλωσης Τριπολιτσάς για την ευόδωση της Ελληνικής Επανάστασης και κατέστρωσε το πολεμικό σχέδιο της πολιορκίας της. «Σύλληψις και οργάνωσις της πολιορκίας της Τριπολιτσάς οφείλεται κατά λόγον πρώτονεις την στρατιωτικήν ευφυΐαν και οξυδέρκειαν του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», εκτιμά ο Τάσος Γριτσόπουλος(ό π Τόμ Β1, σ. 117). Και ενώ οι άλλοι αρχηγοί της Επανάστασης υποστήριζαν ότι πρέπει να προηγηθεί η πολιορκία και άλωση των περιφερειακών Πελοποννησιακών κάστρων και ύστερα να χτυπηθεί η Τριπολιτσά, ο διορατικός στρατηγικός νους του Γέρου πρότεινε και τελικά επέβαλε την αντίστροφη λογική: αν απελευθερωθεί η Τριπολιτσά, το κέντρο του Μοριά, τότε τα άλλα κάστρα θα υποκύψουν ευκολότερα και η επανάσταση θα γενικευτεί σε όλη την Ελλάδα.
Στο σχεδιασμό της πολιορκίας και άλωσης της Τριπολιτσάς κορυφαίο ρόλο διαδραμάτισε η «εξαιρετική σημασία του αρκαδικού εδάφους δια την αρχήν του Αγώνος» την οποία διείδε και επέμεινε ο Κολοκοτρώνης και προπάντων η προνομιακή θέση που κατείχαν τα Τρίκορφα. Μετά τις νικηφόρες μάχες στο Βαλτέτσι, στα Βέρβενα και Δολιανά, στο Λεβίδι και στη Γράνα, επίκεντρο των στρατιωτικών και πολιτικών κινήσεων έγιναν τα θρυλικά Τρίκορφα. Αφηγείται ο Γέρος σχετικά: «Έπιασα τα Τρίκορφα ψηλά και τους τζεπχανέδες (εν. υπηρεσίες ανεφοδιασμού με υπεύθυνο τον Κανέλλο Δεληγιάννη) τις είχαμεν εις την Ζαράχωβα, που ήταν ένας δυνατός πύργος, και τες ζωοτροφίες και τα λοιπά. Εις την κορυφή των Τρικόρφων έφκιασα ταμπούρια, και ήταν η πρώτη φορά όπου εζυγώσαμε τόσο κοντά εις την Τριπολιτσά, μισή ώρα ήτον μακριά: τους φιλοτιμούσα να κατέβουν ομπρός, και τους ανάφερα το παράδειγμα του φιδιού»(ό π σ. 74).
Η λαϊκή μούσα απαθανάτισε το γεγονός:
«Στα Τρίκορφα μες την κορφή, Κολοκοτρώνης ρίχνει ορδί.
Μες στα Τρίκορφα στη ράχη, πάει το αίμα σαν αυλάκι…»
Στα Τρίκορφα σώζονται ακόμη, ζωντανά ιστορικά μνημεία, τα ερείπια από το κεντρικό και τα περιφερειακά ταμπούρια, όπως και η καλύβα-στρατηγείο και τα ταμπούρια του Θ. Κολοκοτρώνη και η καλύβα-αρχηγείο με τα ταμπούρια του Δημ. Υψηλάντη, «παρεμπρός από το ταμπούρι του Πετρόμπεη»( Απ Φωτ σ. 138), που περιμένουν την ανάδειξή τους από την ελληνική πολιτεία, αλλά και τη τοπική Αυτοδιοίκηση, ώστε να γίνουν προσιτά στους επισκέπτες. Οι Δήμοι Τρίπολης και Φαλάνθου με την εθελοντική αρωγή ενεργών συμπολιτών (Παναγιώτη Βέμμου, Εκπαιδευτικού και Κώστα Φρέντζου, Μηχανικού) έχουν από τριετίας ανακηρύξει με σχετικές αποφάσεις τους τα Τρίκορφα ως ιστορικό χώρο και έχουν υποβάλει σχετικό φάκελο στο Υπουργείο Πολιτισμού και στην ΚΓ΄Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στην Αρχαία Κόρινθο, ώστε να σχεδιαστούν τα έργα ανάδειξης του σημαντικού αυτού για τον τόπο μας και την πατρίδα μας χώρου.
Από το στρατηγείο των Τρικόρφων ο Θ Κολοκοτρώνης το 1821 συντονίζει την οργάνωση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Μέχρι να φτάσει το αίσιο τέλος της πολιορκίας, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έγιναν πολλές μάχες και αψιμαχίες (ακροβολισμοί) που βήμα-βήμα οδηγούσαν στην επίτευξη του μεγάλου σκοπού της Άλωσης της Τριπολιτσάς.
•Μια απ’ αυτές τις προκαταρκτικές/αναγνωριστικές μάχες έγινε στα Τρίκορφα στις 3 Ιουνίου 1821. Βγήκαν οι Τούρκοι από τα τείχη της Τριπολιτσάς, ρίχνοντας με ένα κανόνι από μια τάπια του τείχους στις 3 το απόγευμα, για να χτυπήσουν τους Έλληνες στα Τρίκορφα. «Ώρμησαν οι Έλληνες εναντίον των Τούρκων, οι δε Τούρκοι ετράπησαν εις φυγήν, εισήλθον εις Τριπολιτζάν κακήν κακώς, και εφονεύθησαν και επληγώθησαν εκ τους Τούρκους υπέρ τους τριάκοντα πέντε εκ δε των Ελλήνων μόνον δύο. Οι Έλληνες ενθαρρυνθέντες εκ τούτων των πολέμων εγυμνάσθησαν και ενθάρρυναν πολύ» αφηγείται και σχολιάζει παράλληλα ο Φωτάκος που αναφέρει το περιστατικό (Απομν Φωτάκου, σ. 46).
•Μια δεύτερη μάχη συγκροτήθηκε στα Τρίκορφα δυο μέρες αργότερα, στις 5 Ιουνίου 1821. Οι Τούρκοι έκαναν έξοδο προς του Θάνα και συγκρούστηκαν με το τμήμα του στρατοπέδου των Τρικόρφων, που βρισκόταν στο Βαλτέτσι. Απολογισμός: πάνω από 25 νεκροί και τραυματίες Τούρκοι, μόνοι 8 νεκροί και 3 τραυματίες Έλληνες. Οι ελληνικές αυτές νίκες ενθάρρυναν τους Έλληνες και από όλο το Μοριά, την Κυνουρία, τη Λακωνία και τη Μεσσηνία, έφταναν στρατιώτες στο στρατόπεδο των Τρικόρφων.
•Στο μεταξύ στις 2 Ιουλίου 1821 έφτασε στα Τρίκορφα ο Δημ Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της ανωτάτης Αρχής και ανάλαβε τη διοίκηση της πολιορκίας και όλης της Πελοποννήσου, χωρίς όμως να αφαιρέσει την ουσιαστική δικαιοδοσία της επιχείρησης από τον Κολοκοτρώνη. Πάντως με την άφιξή του Δημ. Υψηλάντη η πολιορκία της Τριπολιτσάς οργανώθηκε πιο συστηματικά, ενώ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η εξουσία του δεν ασκούνταν χωρίς αντιδράσεις «κυρίως μεν των προκρίτων, αλλ’ εν μέρει και των στρατιωτικών του αγώνος», σημειώνει ο Τ. Γριτσόπουλος (ό π Τα Β1, σ. 120).
Ο Δημ. Υψηλάντης στις 6 Ιουλίου 1821 απέστειλε στους πολιορκούμενους Τούρκους πρόταση συμβιβασμού και παράδοσης, αλλά οι Τούρκοι δεν απάντησαν. «Ήτο πολύ ενωρίς ακόμη να πιστεύουν ότι το παιχνίδι είχε χαθεί και ότι πάσα προσδοκία είχεν εκλίπει» εξηγεί ο Τ. Γριτσόπουλος(Β1, σ. 122). Ο πολιορκητικός κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά ενισχύεται διαρκώς με την έλευση νέων δυνάμεων. Η κατασκευή της Γράνας από τους πολιορκητές ματαίωσε την τελευταία απόπειρα διάσπασης του κλοιού στις 18 Αυγούστου του 21 με συνέπεια τα τρόφιμα και τα χρήματα των πολιορκημένων να εξαντλούνται επικίνδυνα, ενώ ο τύφος εθέριζε τον πληθυσμό, που ξεπερνούσε τις 20.000 ψυχές. Ακολούθησε η άλωση της πόλης και η ανηλεής εκδικητική σφαγή του τούρκικου πληθυσμού. Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Γέρου του Μοριά είχε μεγαλουργήσει και η Τριπολιτσά ήταν ελεύθερη. Τα Τρίκορφα είχαν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην θετική αυτή εξέλιξη της Επανάστασης.
Αλλά ο στρατηγικός ρόλος των Τρικόρφων στην Επανάσταση δεν είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του. Η ειρωνεία της ιστορίας επεφύλασσε στον κρίσιμο αυτό χώρο της, στα Τρίκορφα, μια ακόμη σελίδα στην συνέχεια του ελληνικού απελευθερωτικού Αγώνα, που γράφτηκε εδώ στα 1825. Αλλά για να κατανοηθεί η ουσία και η σημασία του νέου αυτού γεγονότος είναι ανάγκη να αναφερθούμε γενικά σε δυο βασικές συνιστώσες που επηρέασαν την εξέλοξή του καταλυτικά. Πρόκειται αφενός για τον εμφύλιο πόλεμο που εκδηλώθηκε το 1823-1825 ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις του Αγώνα και αφετέρου για τη νέα στρατηγική του Σουλτάνου που αναπτύχθηκε στα 1824.
Ο πρώτος-εσωτερικός παράγοντας, ο Εμφύλιος: Οι αντιθέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους Έλληνες( πρόκριτους-αρχιερείς και στρατιωτικούς-λαό) μετά την έλευση του Δημ. Υψηλάντη το 1821 στην Ελλάδα (στα Βέρβενα και στη Ζαράκοβα) συνεχίστηκαν σε πολιτικό επίπεδο στις εργασίες της Α΄και Β΄Εθνοσυνέλευσης, που ακολούθησαν το 1822 και 1823, και εξελίχθηκαν σε ανοικτή πολεμική ρήξη μεταξύ των δύο πλευρών το 1824 και 1825 με μεγάλο ηττημένο το Μοριά, που ρημάχτηκε από τα ρουμελιώτικα στρατεύματα κατοχής με τη στήριξη της κυβέρνησης του πανίσχυρου Γ. Κουντουριώτη, ενισχυμένου ιδιαίτερα με τα χρήματα του αγγλικού δανείου. Κορυφαία συμβολικά θύματα ο Π.Π. Γερμανός (σύρθηκε πεζός στον κάμπο της Γαστούνης δεμένος στην ουρά του αλόγου του ρουμελιώτη αρχηγού του αποσπάσματος σύλληψης!), ο Πάνος Κολοκοτρώνης (δολοφονήθηκε στις 13 Νοε 1824 στο Θάνα από μισθωτούς της αντίπαλης πλευράς Βουλγάρους και Κρήτες) και ο Οδ. Ανδρούτσος (παραδόθηκε με υπόσχεση αμνηστίας στον Ι. Γκούρα, πρώην πρωτοπαλίκαρό του, αλλά φυλακίστηκε σε πύργο-φυλακή στην Ακρόπολη, βασανίστηκε απάνθρωπα και δολοφονήθηκε άγρια με στραγγαλισμό στις 26 Ιουνίου/8 Ιουλίου 1824 από τρεις αξιωματικούς του, που τον πέταξαν κάτω από το βράχο και απέδωσαν το θάνατό του σε δήθεν προσπάθεια απόδρασής του με σχοινί!). Θύμα και ο ενεργός στην εμφύλια σύγκρουση Γέρος του Μοριά, που ηττημένος αλλά και συντετριμμένος από τη δολοφονία του γιού του Πάνου κατέβηκε στο Ναύπλιο για συμβιβασμό, αλλά συνελήφθη δόλια (23 Ιαν/4 Φεβρ 1825) και φυλακίστηκε στη Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα μαζί με τους συνεργάτες του.
Ο δεύτερος-εξωτερικός παράγοντας, ο Σουλτάνος: Οι ελληνικές επιτυχίες στον πρώτο χρόνο της Επανάστασης ανησύχησαν το Σουλτάνο. Η προσπάθεια των Τούρκων το 1822 να την καταπνίξουν, με την εκστρατεία δύο πασάδων από τη δυτική Ελλάδα, του Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, και μιας μεγάλης στρατιάς από την Ανατολική Ελλάδα, με επικεφαλής τον πασά Δράμαλη κατέληξαν σε αποτυχία (Μεσολόγγι, Δερβενάκια). Σε αρνητικό αποτέλεσμα κατέληξαν ανάλογοι στρατηγικοί σχεδιασμοί των Τούρκων το 1823 με στόχο τον κατάπνιξη της επανάστασης με συνδυασμένες επιχειρήσεις στον άξονα από το Βόρεια Ελλάδα προς την Πελοπόννησο.
Στις αρχές του1824 «εμφανίζεται στο πολεμικό θέατρο της ελληνικής επανάστασης ένας καινούργιος κίνδυνος: οι ένοπλες δυνάμεις της Αιγύπτου». (Βουρνάς τ. Α΄, σ. 142). Ο Σουλτάνος, για να αποπλύνει το όνειδος των αποτυχιών των ετών 1821-1824 και για να αναστηλώσει το κλονιζόμενο κύρος της αυτοκρατορίας του, αναπροσαρμόζει τη στρατηγική του. Ο Μωχάμετ Άλυ, τοπάρχης της χώρας του Νείλου, είχε αποτινάξει την επικυριαρχία του Σουλτάνου και αφού υπέταξε τους τοπικούς φεουδάρχες, τους Μαμελούκους, είχε ιδρύσει σύγχρονο κράτος με δυνατή οικονομία, ισχυρή κεντρική διοίκηση και στρατό εκπαιδευμένο από Ευρωπαίους, κυρίως Γάλλους αξιωματικούς. Οργάνωσε και ισχυρό στόλο, που του έδωσε θέση αξιόλογου ναυτικού παράγοντα στη Μεσόγειο. Τον κάλεσε λοιπόν ο Σουλτάνος να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση με αντάλλαγμα την Κρήτη, την Κύπρο και το πασαλίκι του Μοριά. Ο ενωμένος στόλος Τουρκίας, Αιγύπτου και Τυνησίας (στελεχωμένοι με πολλούς Ευρωπαίους αξιωματικούς, Άγγλους, γάλλους, Ιταλούς, Ολλανδούς, Ισπανούς και Πορτογάλους ) θα είχε επικεφαλής τον γιο του Μωχάμετ Άλυ, τον Ιμπραήμ πασά, κάτοχο μεγάλης μόρφωσης και έναν από τους πιο προικισμένους στρατιωτικούς εγκεφάλους της εποχής. Σύμφωνα με το νέο σχεδιασμό, ο Ιμπραήμ, αφού καταλάμβανε τα νησιά του Αιγαίου και εξουδετέρωνε τις εκεί εστίες ναυτικού πολέμου (Σάμο, Κάσσο, Ψαρά, Ύδρα, Σπέτσες), θα υπέτασσε την Κρήτη και τέλος θα αποβιβαζόταν στην Πελοπόννησο. Αφού «χτένιζε» το Μοριά, θα ενωνόταν στις βόρειες ακτές του με τον Κιουταχή, που παράλληλα θα εξορμούσε από την Ήπειρο, θα έκαμπτε την αντίσταση του Μεσολογγίου και, αφού ξεκαθάριζε όλη τη Ρούμελη με κάθε πολεμικό τρόπο, θα ενωνόταν με τον Ιμπραήμ στον Ισθμό.
Η συμφωνία υλοποιήθηκε από τις αρχές του 1824 με γοργό ρυθμό:
Το Μάρτιο του 1824 ο ναύαρχος Χουσεΐν ενεργεί απόβαση στην Κρήτη και καταπνίγει την επανάσταση.
Στις 8 Ιουνίου αιγυπτιακή δύναμη πατάει την Κάσο, σφάζει 5.000 και αιχμαλωτίζει ή σκλαβώνει 2.000.
Από τις 2 Μαρτ μέχρι τις 22 Ιουν ερημώνονται τα Ψαρά, με μεγάλη ευθύνη των υπερασπιστών του, που παρόπλισαν τον ισχυρό στόλο του νησιού παρά την αντίθεση του Κανάρη. Στις 4/16 Ιουλίου τα Ψαρά ήταν κρανίου τόπος!
Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1824 ο ναύαρχος Μιαούλης με επιδέξιες κινήσεις χτυπά στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου τον εχθρικό στόλο (Ναυμαχία Γέροντα) σώζει τη Σάμο και καθυστερεί για μήνες την απόβαση του Ιμπραήμ στον επαναστατημένο Μοριά. Η απόβαση έγινε τελικά στη Μεθώνη της Μεσσηνίας στις 11 Φεβρουαρίου 1825 με 4.000 πεζούς και 500 ιππείς, χωρίς ελληνική αντίδραση εναντίον του εξουθενωμένου από την τρικυμία και άρρωστου αιγυπτιακού στρατεύματος. Στις 5 Μαρτίου ο Ιμπραήμ ενεργεί δεύτερη απόβαση με 7.000 πεζούς, 500 ιππείς και αρκετά πεδινά πυροβόλα και ενισχύει το προγεφύρωμα της Μεθώνης.
Και ενώ ο εχθρός εδραιώνει τη θέση του στο Μοριά, οι Έλληνες βρίσκονται στη δίνη του εμφυλίου πολέμου και των πολιτικών διενέξεων για την εξουσία, ο Κολοκοτρώνης είναι έγκλειστος στην Ύδρα, ο Καραϊσκάκης παραμερισμένος, ο Οδ Ανδρούτσος δολοφονημένος, οι Ρουμελιώτες καπεταναίοι καταδιώκουν στο Μοριά τους πολιτικούς αντιπάλους των Υδραίων και εποφθαλμιούν τα χρήματα του αγγλικού δανείου! Η κυβέρνηση κωφεύει στην έκκληση του Κολοκοτρώνη να αποφυλακιστεί, για να πολεμήσει τον εχθρό και ύστερα να δικαστεί. Αντί γι’ αυτό διορίζει αρχιστράτηγο τον πρόεδρό της Γ. Κουντουριώτη και, για λόγους εμπιστοσύνης, αρχηγό των δυνάμεων της ξηράς τον Κυριάκο Σκούρτη, καλό ναύαρχο, αλλά ανίδεο από τον πόλεμο στην ξηρά. Ο Κολοκοτρώνης σχολιάζει πικρόχολα από τη φυλακή: «Τώρα που διορίστηκε ο κυρ Γιώργης Κουντουριώτης αρχιστράτηγος και ο Σκούρτης στρατηγός, δε μένει παρά να διοριστώ κι εγώ … ναύαρχος και όλοι μαζί να τσακίσουμε τον Ιμπραήμ»!
Ήταν φυσικό ύστερα απ’ αυτά ο ελληνικός στρατός από 16.000 μαχητές, που ξεπερνώντας μίση και διαφορές ακολούθησε αυτή την ηγεσία, να ηττηθεί στην πρώτη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στο Κρεμμύδι, δυο ώρες έξω από τη Μεθώνη (7 Απρ 1825) αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς μαχητές, μεταξύ των οποίων το άνθος των Σουλιωτών, από την άγνοια του «στρατηγού» Σκούρτη, που μετά την ήττα κλείστηκε στο Ναύπλιο! Καπετάνιοι και λαός ζητούν αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, τα στρατεύματα διαρρέουν, αλλά η κυβέρνηση αρνείται.
Ακολουθεί δεινή και αιματηρή ήττα των Ελλήνων στη Σφακτηρία, με 350 νεκρούς από τους χίλιους υπερασπιστές. Ανάμεσά τους ο παλιός Κλέφτης, κήρυκας της Φιλικής Εταιρείας, οπλαρχηγός και Υπουργός Πολέμου Αναγνωσταράς, ο Τσαμαδός, ο Σαχίνης και ο Ιταλός Φιλέλληνας Σανταρόζα. Κατόπιν αυτού η φρουρά του παλαιού Ναυαρίνου (Παλαιόκαστρου) από 785 μαχητές συνθηκολογεί(28 Απρ 1825) και παραδίδεται στον Ιμπραήμ. Την ακολουθεί (11 Μαΐου 1825) από έλλειψη τροφής και πολεμοφοδίων η πολιορκημένη φρουρά του νέου Ναυαρίνου (Νεόκαστρου).
Κάτω από την ισχυρή λαϊκή πίεση η Βουλή και ο Υπουργός Εσωτερικών Παπαφλέσσας ζητούν από την κυβέρνηση Κουντουριώτη την απελευθέρωση των φυλακισμένων στρατιωτικών ηγετών, αλλά αυτός αρνείται ξανά, ενισχυόμενος προφανώς σ’ αυτό από τον Αλ. Μαυροκορδάτο. Απογοητευμένος ο Παπαφλέσσας συγκεντρώνει 1.000 μαχητές από την Αρκαδία και τη Μεσσηνία και πιάνει ταμπούρια στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825), για να αντιμετωπίσει 6.000 καλά εξοπλισμένους πολεμιστές του Ιμπραήμ! Μένει ως νέος Λεωνίδας με 300 πιστούς, αντιστέκεται σθεναρά μια ολόκληρη μέρα και πέφτουν σχεδόν όλοι τους ηρωικά, ανάμεσά τους κι ο Παπαφλέσσας, προξενώντας στον εχθρό απώλειες 600 ανδρών. «Αληθινό παλικάρι ήταν αυτός ο παπάς», δηλώνει ο Αιγύπτιος στρατηγός, όταν μετά τη μάχη ασπάστηκε το νεκρό ήρωα!
Δυο μέρες μετά τη θυσία του Παπαφλέσσα η κυβέρνηση έδωσε επιτέλους αμνηστία στον Κολοκοτρώνη και τους άλλους αγωνιστές. Ο Γέρος Διορίζεται γενικός αρχιστράτηγος του Μοριά και οργανώνει με τη συμπαράταξη όλου του έθνους τη δοκιμασμένη τακτική του κλεφτοπόλεμου εναντίον των εισβολέων. Η ίδια τακτική προκρίθηκε και για τον αγώνα στη θάλασσα. Ο Μιαούλης χτυπά τον αιγυπτιακό στόλο στη Μεθώνη (30 Μαϊ/2 Ιουν), ο Σαχτούρης χτυπά πειρατικά στον Καφηρέα τον τουρκικό στόλο, προκαλεί ζημιές σε πολεμικά και αιχμαλωτίζει 80 φορτηγά καράβια. Ο Κανάρης ενεργεί με πυρπολικά επιχείρηση «κομμάντος» στις βάσεις του Αιγυπτιακού στόλου στο Δέλτα του Νείλου, αλλά αποτυχαίνει.
Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ προελαύνει στο Μοριά και ο Κιουταχής πολιορκεί το Μεσολόγγι, που αντιστέκεται. Όσα πέτυχαν οι επαναστατημένοι Έλληνες 4 χρόνια με θυσίες διακυβεύονται. Κολοκοτρώνης και Υψηλάντης στο Μοριά και Καραϊσκάκης στη Ρούμελη αναλαμβάνουν τη βαριά ευθύνη να σώσουν τον τόπο από τη φοβερή αιγυπτιακή λαίλαπα. Ο Κολοκοτρώνης από το Άργος ανεβαίνει στην Τριπολιτσά, διασχίζει το Μοριά, συναγείρει τις ψυχές, ενθουσιάζει τον κόσμο και στρατολογεί δυνάμεις, για να αναχαιτίσει το φοβερό επιδρομέα. «Τρέξατε, αδέρφια, να μη μας πάρουν σκλάβους οι Αραπάδες. Δεν έχουμε βοήθεια άλλη παρά τ’ άρματά μας», φωνάζει στους αγρότες. Σε τρεις μέρες συγκεντρώνει 8.000 μαχητές. Ζητά από την κυβέρνηση να γκρεμίσει το τείχος της Τριπολιτσά, γιατί εκτιμά ότι: «Αν (ο Ιμπραήμ) πιάσει την Τριπολιτσά, δεν του χρειάζεται άλλη φωλιά, δια να χαλάσει την Πελοπόννησον». Δοκίμασε να φράξει το δρόμο του Ιμπραήμ προς την Τριπολιτσά, χτυπώντας τον στα στενά περάσματα από τη Μεσσηνία στην Αρκαδία, στις 6 και 7 Ιουνίου 1825, αλλά ο έμπειρος πολεμιστής απάντησε στις παρτιζάνικες τακτικές του Γέρου με τις ίδιες μεθόδους και πιάνει πρώτος το πέρασμα της Πολιανής. Αλλά ο Γέρος υποχωρεί στα Αρκαδικά βουνά, στη Στενίτσα και το Χρυσοβίτσι και στέλνει τον Τσόκρη να κάψει την Τριπολιτσά, για να μην βρει ο εχθρός βάση εξόρμησης. Αλλά αυτός πρόλαβε να βάλει φωτιά μόνο στα πρώτα σπίτια, αλλά την έσβησε ο Ιμπραήμ, που μπήκε στο μεταξύ τροπαιούχος στην Τριπολιτσά στις 10 Ιουνίου 1825.
Με ορμητήριο την Τριπολιτσά ο Ιμπραήμ βαδίζει στον Αργολικό, για να καταλάβει το Ναύπλιο. Αλλά οι δυνάμεις του Δ. Υψηλάντη, του Μακρυγιάννη και Κων. Μαυρομιχάλη με 350 πολεμιστές και ομάδα Φιλελλήνων ανακόπτουν την πορεία του στους Μύλους της Αργολίδας, με τίμημα 50 νεκρούς Αιγύπτιους. Λίγο πριν ο Μακρυγιάννης είχε δηλώσει προφητικά στο εκεί Γάλλο ναύαρχο Ντεριγνύ, που θεωρούσε τις θέσεις των Ελλήνων αδύνατες: «Αρχή και τέλος, παλαιόθεν έως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά». Η εξέλιξη τον δικαίωσε! Δεύτερη επίθεση του Ιμπραήμ με στόχο το Ναύπλιο ματαιώνεται από τις δυνάμεις του Φαβιέρου και του Χατζηχρήστου.
Έντρομοι οι Τούρκοι υποχρεώνουν τον Ιμπραήμ να γυρίσει στη βάση του στην Τριπολιτσά στις 10 ή 17 Ιουνίου 1825, ενώ ελληνικές δυνάμεις υπό τον Κολοκοτρώνη απέτυχαν να τον αναχαιτίσουν στις διαβάσεις του Παρθενίου κατά την επιστροφή του. Εξορμώντας από αυτή ερημώνει την ύπαιθρο της Αρκαδίας. Ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αρχηγοί είναι αναγκασμένοι τέσσερα χρόνια μετά την άλωση της Τριπολιτσάς να οργανώσουν νέα πολιορκία. Πρόσφορος γι’ αυτό το σκοπό χώρος ήταν για μια ακόμη φορά τα Τρίκορφα. Τα γεγονότα είναι πυκνά και πολύπλοκα. Αλλά ο γενικός σχεδιασμός του Γέρου πρόβλεπε τη δημιουργία τριών κεντρικών οχυρωμάτων στα Τρίκορφα και άλλων στο τόξο του οροπεδίου της Τριπολιτσάς, όπως το 1821.
Το στρατιωτικό σώμα του Χρυσοβιτσίου θα έπιανε τα τρία κεντρικά οχυρώματα των Τρικόρφων. Το σώμα του Πλαπούτα και Φαναριτών από 800 θα ήταν εφεδρικό στο Βαλτέτσι, για να βοηθήσει τα οχυρώματα Δεληγιάννη-Γενναίου Κολοκοτρώνη στη Συλίμνα. Στο Μύτικα πήραν εντολή να τοποθετηθούν οι Καλαβρυτινοί Ζαΐμη-Λόντου μετακινούμενοι από Λεβίδι, για να καθηλώσουν επί τόπου κάποιες δυνάμεις του εχθρού.
Αλλά αυτοί ανέβηκαν στην Επάνω Χρέπα και με τις φωτιές και τις κραυγές τους έδωσαν την ευκαιρία στον Ιμπραήμ να καταλάβει ένα μέρος του οχυρώματος των Τρικόρφων πριν από τους Έλληνες! Οι δυνάμεις του στρατοπέδου των Βερβένων υπό τον Δ. Υψηλάντη και Κ. Μαυρομιχάλη με 2.500 στρατιώτες είχαν εντολή να μετακινηθούν στο Ζέλι και Καπαρέλι, για να βοηθήσουν όπου χρειαστεί. Αλλά απείθαρχοι και αυτοί έκριναν ότι χρησιμότερη ήταν η παρουσία τους στα Βέρβενα!
Η μάχη άρχισε στις 25 Ιουνίου 1825 το πρωί (κατ’ άλλους στις 23 ή στις 24 Ιουνίου) με επίθεση των Αιγυπτίων στο κεντρικό οχύρωμα και σφοδρό κανονιοβολισμό των δύο άλλων οχυρωμάτων. Η αντίσταση των Ελλήνων δεν κάμφθηκε, αν και οι εφεδρικοί του Βαλτετσίου αποκρούσθηκαν από το εχθρικό ιππικό. Ο Ιμπραήμ τόλμησε να περάσει κάτω από τα σώματα του Γενναίου και πάνω από τα σώματα των Καλαβρυτινών. Τότε τα πάνω οχυρώματα υποχώρησαν και οι υπερασπιστές τους τράπηκαν σε φυγή. Για να μην κυκλωθούν και τα σώματα Γενναίου-Παπατσώνη προτίμησαν τη φυγή, κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου διακόσιοι, μεταξύ των οποίων σπουδαίοι οπλαρχηγοί.
Ο Ιμπραήμ απέτυχε να καταλάβει τα δυο άλλα κεντρικά οχυρώματα, αλλά έκανε υπερκερασμό στους υπερασπιστές («πήρε τις πλάτες τους») και κατέλαβε τη δυτική πλευρά των Τρικόρφων, δηλ. όλο τον κάμπο της Δαβιάς, της Ζαράκοβας και της Σιλήμνας μέχρι τη θέση Γελάδα. Περικυκλωμένοι οι Έλληνες αντισταθήκαν, αλλά τελικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο Κολοκοτρώνης και ο Ζαΐμης έστειλαν από το Καλογερικό Αλώνι ένα σημαιοφόρο του Ζαΐμη, το Μιχάλη Κλαπατσουνιώτη, παλικάρι πραγματικό, που κατέλαβε ένα λοφίσκο και με πυκνά πυρά εμπόδισε τα τουρκικά σώματα, που έρχονταν από Περθώρι και Ζαράκοβα να ενωθούν. Έτσι διευκόλυνε τους Έλληνες, που έρχονταν από το διαλυμένο οχύρωμα να διαφύγουν.
Για το ανθρώπινο τίμημα αυτής της μάχης υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει 180 νεκρούς. Άλλοι μιλούν για 200. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης στα Απομνημονεύματά του αναφέρεται σε 677 Έλληνες νεκρούς, καπετάνιους, αξιωματικούς και στρατιώτες, και 400 πληγωμένους. Για τους εχθρούς αναφέρει συνολικά 1.000 νεκρούς και 300 τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς είναι σπουδαίοι οπλαρχηγοί: Ο Γ. Δημητρακόπουλος (από Αλωνίσταινα), Χριστόδουλος Μάντης (Αλωνίσταινα), ο 27χρονος στρατηγός Δγμ. Παπατσιώνης (το καύχημα της Μεσσηνίας), Απ. Παπαδόπουλος (από Μαγούλιανα), Κ. Μπούρας (από Κωνσταντίνους Μεσσηνίας), Ν. Ταμπακόπουλος (από Βυτίνα), Ι. Αλεξανδρόπουλος (από Στεμνίτσα), Παπασταθούλης (Λαγκάδια), Παγκράτιος και Δαμιανός, Ιερομόναχοι Μονής Γοργοεπηκόου Τσιπιανών, Θ. Λιάρος ή Ροζής, Χρ, Παναγούλιας, Ι Νοταράς και πολλοί άλλοι. Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για μια ακόμη ηρωική εκατόμβη τους λαού μας, θυσία στο βωμό του μεγάλου εθνικού απελευθερωτικού Αγώνα του 21. Ενός Αγώνα που άλλαξε τη ροή της ευρωπαϊκής ιστορίας το 19ο αιώνα και ανέτρεψε δυναμικά την «ισορροπία», το νέο status quo, που είχαν επιβάλει οι απολυταρχικοί ηγεμόνες της Ιερής Συμμαχίας στην Ευρώπη, μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα και την υπογραφή της Συνθήκης της Βιέννης το 1815!
Ο λαός μας θρήνησε πικρά την καταστροφή αυτή στα Τρίκορφα:
«Θέλτε ν’ ακούστε κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια;
Περάστε από τα Τρίκορφα και μες από την Πιάνα
κι από την Αλωνίσταινα κι αγνάντια στη Βυτίνα.
Κι εκεί θ’ ακούστε κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
πώς κλαίνε και πώς θλίβονται οι Ταμπακονυφάδες…».
Η ήττα στα Τρίκορφα ήταν συνέπεια γενικότερων και ειδικότερων παραγόντων. Ήταν ο πικρός καρπός της εμφύλιας διαμάχης και των νωπών ακόμα πολιτικών παθών, που γεννήθηκαν μέσα στο νοσηρό αυτό κλίμα. Ήταν και αποτέλεσμα της εγωιστικής συμπεριφοράς και απειθαρχίας των οπλαρχηγών στο γενικό αρχηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ήταν γέννημα του μεγάλου φόβου, που προκάλεσε η φοβερή πολεμική μηχανή του ικανότατου Αιγύπτιου στρατάρχη. Υπήρξε όμως και αποτέλεσμα τακτικών λαθών στο συντονισμό της επιχείρησης, όπως η αυθαίρετη μετακίνηση των Καλαβρυτινών στην Επάνω Χρέπα, με θορυβώδη μάλιστα τρόπο, που επέτρεψε στον αντίπαλο να καταλάβει τα μισά οχυρώματα πριν εγκατασταθούν σ’ αυτά οι Έλληνες. Ευθύνονται βέβαια τα σώματα των Βερβένων, που αυθαίρετα έμειναν μακριά από τον καπνό της μάχης.
Έχουν δοθεί και άλλες πιο σύνθετες ερμηνείες, όπως ότι η τότε κυβέρνηση επέβαλε στον Κολοκοτρώνη να δώσει μάχη εκ παρατάξεως απέναντι σε έναν τακτικά και αριθμητικά-οπλικά υπέρτερο αντίπαλο, με μαχητές εθισμένους στον ανορθόδοξο, παρτιζάνικο πόλεμο, το γνωστό μας Κλεφτοπόλεμο…
Ανεξάρτητα από την ευστάθεια των ερμηνειών αυτών, η ήττα των Τρικόρφων ήταν σοβαρό πλήγμα για τη συνέχεια της αντίστασης στον επιδρομέα Ιμπραήμ Ο Φωτάκος, που επισημαίνει τα λάθη και τις ευθύνες για την ήττα, γράφει σχετικά με τις συνέπειές της(Απ, Β΄, 151-152): «Η ήττα των Ελλήνων έφερε την δειλίαν και την απελπισίαν των Πελοποννησίων και έκτοτε εσκορπίσθησαν και εις το εξής δεν εδυνήθησαν οι αρχηγοί να συγκεντρώσουν μεγάλα στρατιωτικά σώματα, καθώς πρότερον, και να πολεμήσουν τον εχθρό κατά πρόσωπον…Οι λοιποί Πελοποννήσιοι ανέβησαν επάνω εις τα βουνά, αγρίευσαν και έκαμαν τας κατοικίας των εις τας φωλεάς των αγρίων θηρίων, εις τα άντρα και εις τα σπήλαια. Άφησαν τα σπίτια των και τα πράγματά των έρημα και τροφάς δεν είχαν, διότι δεν επρόφθασαν να θερίσουν τους αγρούς των και έζων τρώγοντες κρέατα και ένα τουφέκι αν ηκούετο έφευγαν καθώς οι λαγοί…Οι δε Τούρκοι, αφού ο τόπος ερήμωσεν, εβγήκαν έξω από την Τριπολιτσάν και ήσυχοι επλανώντο καθ’ όλον τον κάμπον».
Τέτοιος φόβος και τόση ερήμωση ακολούθησε την ήττα στα Τρίκορφα. Μετά τη μάχη ο Ιμπραήμ ελέγχει το Φάλανθο, οχυρώνεται στα κάστρα του, επισκευάζει τους μύλους της Δαβιάς και μετατρέπει την περιοχή σε «αραβική αποικία» (Φωτάκος)! Αλλά στις 13-15 Αυγούστου 1825 ο Κολοκοτρώνης με
τους καπεταναίους του, το Θ. Γρίβα με 300 από Δολιανά, το Ζαΐμη με 600 από τα Καλάβρυτα, το Νοταρά και τους «Λόντο, Γιατράκο, Κανέλο, Γενναίο και Χατζή Μιχάλη με την καβαλλαρίαν» συγκρότησαν στράτευμα από δυο περίπου χιλιάδες μαχητές, και για πρώτη φορά ιππικό, και έπιασαν τις γνώριμες θέσεις γύρω από την Τριπολιτσά (από Βέρβενα και Τσιπιανά, Επάνω Χρέπα, Τρίκορφα και Συλίμνα, μέχρι Αλωνίσταινα, Πιάνα και Χρυσοβίτσι), για να αποκλείσουν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ που βρίσκονταν στο Φάλανθο. Συγκρούστηκαν νικηφόρα με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στην Πιάνα και στα Τρίκορφα, ύστερα στη Συλίμνα και στον κάμπο της Δαβιάς προκαλώντας τους μεγάλη φθορά. Ανάμεσα στα άλλα απώθησαν επιθέσεις, εξόντωσαν φρουρές, ανακατέλαβαν φρούρια, χάλασαν οκτώ ή εννέα μύλους με τον εξής σύμφωνα με το Γέρο τελικό απολογισμό: «τακτικοί Τούρκοι εχάθηκαν εις τρεις ημέρας και εις τας διαφόρους θέσεις πεντακόσιοι, ταμπούρλα είκοσι, πολλά μουσκέτα, σημαίες τέσσερες, άλογα, αξιωματικοί πολλοί» (Απομν Κολοκ. Σς. 137-140). Έτσι μετά από δύο μήνες οι Έλληνες πήραν εκδίκηση για το χαλασμό τους στη μάχη των Τρικόρφων (23 Ιουνίου 1825).
Ο Ιμπραήμ όμως έμεινε στο Μοριά και συνέχισε το καταστροφικό έργο της «καμμένης γης» στην Αρκαδία, Λακωνία, Μεσσηνία, Ηλεία, τρομοκράτησε το λαό και προσπάθησε να τον εκμαυλίσει με την υπόσχεση αμνηστίας για όσους «προσκυνήσουν». Ο Κολοκοτρώνης οργανώνει κλεφτοπόλεμο και για να συγκρατήσει τους πληθυσμούς από μια τέτοια καταστροφική προοπτική έδωσε την αμείλικτη και ιστορική εντολή στους στρατιώτες του: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Ο Ιμπραήμ ολοκλήρωσε την πρώτη φάση του σχεδίου του. Έφτασε στο Μεσολόγγι και σε συνεργασία με τον Κιουταχή, αλλά κυρίως με σύμμαχο την ανίκητη πείνα και την έλλειψη θαλάσσιου εφοδιασμού (γιατί τάχα;) κατέβαλαν τελικά την αντίσταση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Αλλά η τέτοια καταστροφή του Μεσολογγίου στάθηκε «Ύβρις», που συνέτισε σχετικά τους Έλληνες, όπως έδειξαν οι εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο. Ο Κολοκοτρώνης διδαγμένος από την εμφύλια σύρραξη ζητά εθνικά ωφέλιμες αποφάσεις. Τους λέγει: «Και έχομεν Συνέλευσιν επτά μήνες και πρόεδρος εις την Ανατολικήν Ελλάδα είναι ο Κιουταχής και Πρόεδρος της Πελοποννήσου ο Ιμπραϊμης. Κι εμείς καθήμεθα και φιλονεικούμεν»(Απομν σ. 158). Και σήκωσε ένα άγνωστο γεροντάκι, που παρακολουθούσε τη Συνέλευση, το πήγε στον Πρόεδρο Σισίνη και του λέει: «Τούτος δεν είναι άξιος;». Όλη η Συνέλευση φώναξε «Άξιος, άξιος»!…
Αλλά η πτώση του Μεσολογγίου προβλημάτισε έντονα τους λαούς και τους ηγέτες της Ευρώπης. Σε συνδυασμό με την εκτίμηση των δικών τους συμφερόντων και αντιθέσεων οι Δυνάμεις της εποχής αποφάσισαν να επέμβουν αποφασιστικά. Η συντριβή της αιγυπτιακής αρμάδας στον κόλπο του Ναυαρίνου, στις 8 Οκτωβρίου 1827, ήταν η Νέμεσις, η δίκαιη τιμωρία, για την Ύβρι του αδίστακτου στρατάρχη, που τρία χρόνια ισοπέδωνε το Μοριά χωρίς πολεμικούς κανόνες, χωρίς οίκτο, αλλά και χωρίς διορατικότητα. Αλήθεια ο ευφυής Ιμπραήμ δεν είχε την πρόνοια να διασώσει τίποτα από το Μοριά; Πώς θα πραγματοποιούσε τα σχέδια που είχε καταστρώσει για τη γεωργική και όχι μόνο ανάπτυξη της Αιγύπτου, όταν ο Μοριάς θα του προσφερόταν ρημαγμένος ως αντάλλαγμα για τη νίκη του, όπως πρόβλεπε η συμφωνία Σουλτάνου-Μωχάμετ Άλυ;
Πάντως με τη διμερή Συνθήκη της Αλεξάνδρειας (9 Αυγούστου 1828), που υπέγραψε ο Μοχάμετ Άλυ με τον Κόδριγκτον, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο στις 10 Οκτωβρίου 1828. Ένας εφιαλτικός αιματηρός κύκλος είχε επιτέλους κλείσει. Ο Μοριάς μπορούσε να ανασάνει ελεύθερα!
Το μεγάλο γεγονός, που μας συγκέντρωσε σήμερα στο χώρο αυτό, δεν ήταν μια λαμπρή σελίδα της ιστορίας μας, όπως αυτά που προηγήθηκαν στα Τρίκορφα. Ωστόσο είναι ίσως εξίσου ή και περισσότερο διδακτικό από τις νικηφόρες μάχες, που διαδραματίστηκαν εδώ: αποκαλύπτει τις ολέθριες συνέπειες της «δολερής Διχόνοιας» και της ιδιοτελούς αρχομανίας/φιλαρχίας, που είχε έγκαιρα (1823) και προφητικά επισημάνει και καυτηριάσει, εις «ώτα μη ακουόντων» δυστυχώς, ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον « Ύμνο στην Ελευθερία». Διδάσκει αιματηρά ότι η συλλογική ευτυχία και ευημερία πρέπει να αποτελεί το κοινό πρόταγμα όλων μας. Υπενθυμίζει τη μοναδική σε συμπυκνωμένο νόημα φράση-υποθήκη του αγωνιστή Μακρυγιάννη πως πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι «Είμαστε στο εμείς και όχι στο Εγώ». Αν αυτό έχει δραματική επικαιρότητα στις μέρες που διανύουμε, τότε εκδηλώσεις σαν τη σημερινή έχει ουσιαστική σημασία να γίνονται. Αρκεί να αντλούμε απ’ αυτές ειλικρινή συμπεράσματα και να έχουμε προπάντων την ηθική και πολιτική βούληση να τα μετατρέπουμε σε καθημερινό τρόπο ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς, όποιο ρόλο κι αν διαδραματίζουμε στην κοινωνία μας.
Αρκεί να μας διαπερνά όλους η αισιόδοξη αγωνία του άλλου νομπελίστα ποιητή μας Γ. Σεφέρη:
«Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα».
Και παράλληλα να μας εμπνέει η ιστορική βεβαιότητα του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου ότι:
«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά το πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο»
και ότι τελικά:
«Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει,
μητ’ αλυσίδα στου Ρωμιού» και στ’ Αγιωργιού το πόδι».
Σας ευχαριστώ.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.