ΤΑΝΙ΄Α οδός Αφιέρωμα στο ‘Επτάλοφο Κάστρο’

14

Κουράστηκα, χάρτινους πύργους ψυχής το στέγαστρο, ολονυχτίς να θεμελιώνω. Φτερό στον άνεμο τα έργα του ανθρώπου. Της ματαιότητας χωμάτινες φτερούγες, απ’ της βροχής τα δάκρυα την πλερωμή θα λάβουν… Κουράστηκα… Κλείνω τα μάτια μου, στον ποταμό τον Τάνο θα λουστώ, στις κρυσταλλένιες του πηγές κι έπειτα χαμένος στην ομορφιά τού Κρονίου όρους, στα μαγεμένα του δασιά πλατάνια, τού Καστρινού τη λύρα θα γυρέψω… Τραγούδα ποιητή, ταξίδεψε τήν ψυχή μου, με τραγούδια αγάπης νανούρισέ με κι εγώ θα σωπάσω… Ν΄ ακουστεί ολόκληρο το τραγούδι και τα πλατάνια να το ψιθυρίζουν όταν τα φύλλα κίτρινα το χώμα θα φιλούνε…

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο ‘ΤΑΝΙ΄Α οδός’, Οδοιπορικό στα Καστριτοχώρια, της Γιάννας Χάγια και του Ηλία Χαλκιά, αιχμαλώτισε το βλέμμα μου η καταπληκτική εικονογραφία και ο ποιητικός ύμνος του ‘Καστρινού ποιητή. Τον παραθέτω παρακάτω όπως ακριβώς τον ζωγράφισε στη μνήμη μας ο ποιητής…

 Τάκις Τζίβας

Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος

και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι

Οδυσσέας Ελύτης (Άξιον Εστί)

Στους πρωτολάτες οικιστές, που θεμελιώσαν τα χωριά σου

στα επτά χωριά, που την Μεγάλη Άρκτο, του Αρκάδα μάνα, επίγεια ζωγραφίζουν

στα επτά χωριά που την επτάλοφη Πόλη μας θυμίζουν

στο Κάστρο της Ωριάς, που τα χωριά μας βάφτισε Καστρί κι εμάς Καστρίτες

στην άγια γη σου, που μας έθρεψε σε χρόνους δίσεχτους

στα σπίτια τα λιθόχτιστα, που ως άγιο λίκνο μας στεγάσανε

στις κρύες βρυσομάνες, που ξεδίψασαν τα χείλη μας

στα δέντρα, που μας δρόσισαν στη ντάλα του καλοκαιριού

στα κίτρινα, άσπρα, κόκκινα και θαλασσιά αγριολούλουδα

που το «γλυκύ μας έαρ» με θρήνους καλλωπίσαν

στις άγιες εκκλησιές , που τ’ ουρανού μας έδειξαν τους δρόμους

στις όμορφες γιαγιάδες, που μας νανούρισαν στην κούνια μας

στους σεβαστούς παππούδες, που με μύθους μας γαλούχησαν

στις μάνες-Παναγιές, που μας κανάκεψαν στον πυρετό μας

στους άγουρους, που με τον τρελό χορό τ’ Απρίλη με τον έρωτα χορέψανε

στους ζευγολάτες, που χρυσάφι από τη γη σου ανέβασαν

στους μαστοράδες, που τις εκκλησιές θεμέλιωσαν, τα σπίτια τα γεφύρια μας

στον καυτό ήλιο, που την καρδιά μας ζέστανε στα κρύα χρόνια

στο κρύο το φεγγάρι, που φώτισε στα σκοτεινά τα βήματά μας

στα ευωδιαστά περβόλια, που σίτισαν τις φαμελιές μας

στην κερασιά, την απιδιά, τη βυσσινιά, που γλύκαναν τον ουρανίσκο μας

στις δρυς και τα πουρνάρια, που τη σάρκα ζέσταναν και σκλήρυναν

στις λαγκαδιές τις δροσερές, που σ’ ώρες θέρους ξαποστάσαμε

στα πετρογέφυρα, που τις καρδιές ενώσαν και τους δρόμους μας

στα καρπερά χωράφια, που γέμισαν τα μικρά κελάρια μας

στα γλυκοστάφυλα τ’ αμπέλια, που με Διονυσιακούς χυμούς μας εύφραναν

στον Τάνο τον γαλήνιο, που μας φίλιωσε με του νερού τ’ αγκάλιασμα

στον Τάνο τον φουρτουνιασμένο, που τον ύπνο μας συντάραξε

στον χειμαρρώδη Τάνο, που μηχανές της προκοπής μας κίνησε

στον Τάνο, που μπαξέδες λίπανε και στάνες πότισε

στα απότομα βουνά, που δυναμώσανε τα γόνατά μας

στο ξεροκάμπι, που με κοπάδια, αμπέλια και γεννήματα στολίσαμε

στους μαχητές, που με τον Φράγκο και τον Τούρκο αναμετρήθηκαν

στους άτρομους, που από τους Λύκους διαφεντέψανε τη ράτσα μας

στους τολμηρούς, που νέους δρόμους χάραξαν για νέες κόρες πατρίδες

στους νέους Αργοναύτες, που Συμπληγάδες νέες περάσανε, για νέες Κολχίδες

στο Κρόνιον Όρος, του Απόλλωνα, του Προδρόμου, της Παναγιάς καθέδρα

στο Μαλεβό, που η στέγη του μας σκέπασε και ψήλωσε στο νου μας τ’ όνειρο

στους βράχους, που με τον ίλιγγο μας φίλιωσαν και τον τραχύ ανήφορο

στους ξωτικούς νερόμυλους, που ζείδωρους καρπούς άλεσαν στις μυλόπετρες

στα λιόδεντρα, βιοθρέμμονα οπόν ελαίου μας χάρισαν

στ’ αλώνια, που τις θημωνιές μας πύργωσαν λόφους χρυσόμαλλους

στις στάνες, που με κουδούνια και βελάσματα μας νανουρίσανε

στις καρυδιές, τις λεύκες, τα πλατάνια, που «άνω θρώσκειν» μας εδίδαξαν

στη ρίγανη, στη θρούμπη, στο δυόσμο, το φλισκούνι, που αρωματίσαν τις αισθήσεις μας

στο ρείκι, το θυμάρι, το μελισσοβότανο, που τα κυβέρτια μας με μέλι πλημμυρίσαν

στο σπάρτο, στην αφάνα, στον ασπάλαθο, που βάφουν κροκωτούς τους λόφους μας

στους ήρωες δασκάλους, που το νου μας φτέρωσαν στον άνεμο

στα κυπαρίσσια, που τους σεπτούς χαμένους μας πιστά φρουρούν

στ’ αηδόνια, που τα βράδια μας μελωδικά χρωμάτισαν

στις ώριες πέρδικες, που χαρωπά μας χάρισαν χαράματα

στον κούκο, που βροχερή την Άνοιξη μηνούσε

στον χορχολό που μάντευε άσφαλτα την ξέρη

Στο κιρκινέζι, στο ξεφτέρι, στο γεράκι, που μας ταξίδεψαν σ’ αιθέριους δρόμους

στο γκιώνη, τον εσπερινό, που βάφτισε τις νύχτες μας μυστήριες

στα ερημικά τα χάνια, που τη ζεστή αγκαλιά στον στρατοκόπο ανοίγαν

στην νυχτοπόρα αλεπού, που τρόμαξε μεσονυχτίς τους ορνιθώνες μας

στον κοντοσέρη, τη σαΐτα, την οχιά, που το κατακαλόκαιρο μας φόβισαν

στα ψηλά χιόνια, που τον χειμώνα πάλλευκο παράδεισο ζωγράφισαν

στις καταιγίδες, που μ’ αστραπές και κεραυνούς μας ξάφνιασαν

στις νυχτερίδες, που τις νύχτες μας μυστήριο πλημυρίσανε

στο χαροπούλι που σοφά με δέος θανάτου μας αντάριασε τις νύχτες

στην καρδερίνα, στον κορυδαλλό, στον αετομάχο, που μας μηνούν καιρού γυρίσματα

στην τσίχλα, στο κοτσύφι και την πέρδικα, που μας δασκάλεψαν να στήνουμε παγίδες

στους ορολάτρες θηρευτές, που δρασκέλισαν τροπαιοφόροι τις κορφές σου

στα χελιδόνια, που την Άνοιξη μπόλιασαν στις καρδιές μας

στα πεφταστέρια, που για μια  αγάπη κι έναν πόθο ξάγρυπνους μας κράτησαν

στο ερατεινό κι ηρωικό Καστρί, που όλα υπήρξε αυτά, για να υπάρξουμε

σ’ αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα…

 Καστρινός

 

 

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close