Είναι κι αυτός ένας κρύος χειμώνας. Αδυσώπητος και φοβερός για τους άστεγους, τα ορφανά τους κυνηγημένους…Υπομονή συμβουλεύουν οι βολεμένοι από τον ζεστό τους καναπέ. Δεν τα χωράει ο ουρανός όλα τα ορνίθια του Θεού.Πλησιάζει ο καιρός που τα συρματοπλέγματα θα σπάσουν, η Οργή θα πάρει το Σκήπτρο και τότε αλλοίμονο! Ο πέλεκυς θα πέσει αμήλικτος στις κεφαλές δικαίων και αδίκων. Γιατί ο ουρανός σμίκρυνε τόσο πολύ, η υπομονή γκρεμίστηκε σε σκοτεινό βαθύρεμο γκρεμό. Το σκοτάδι, αυτό το πηχτό σκοτάδι πλανάται πυκνή καταχνιά στο θολό ουρανό.Σε αναζητώ αδελφέ μου, ψηλαφίζω το σκοτάδι μου, μόνο το βογγητό σου με οδηγεί, το κλάμμα του μικρού παιδιού με την άδεια κοιλίτσα και τα γυμνά πόδια… Καληνύχτα μελισσάκι… Φοβάμαι…
Πρόσφυγας
Ποιος τα τρομάζει τα πουλιά κι όλο λοξοδρομούνε
με ματωμένα τα φτερά τον ουρανό μετράνε
κι έπειτα χαμηλώνουνε δεν τα χωράει ο κόσμος…
Καπνός τα κύκλωσε παντού, χορεύει το σκοτάδι
πήρε η Φυγή το Θάνατο να σαλαγάει πάλι
κι αυτός στο μεσοπέλαγο σαν τον κουρσάρο στέκει
λαξεύει τ’ άγρια κύματα και σάβανα υφαίνει…
Ποιος τους τρομάζει τους νεκρούς; Τον ύπνο τους ταράσσει
τρέμει θρηνεί η μαύρη γης, τα μνήματα ανοίγουν
θρηνολογούνε οι νεκροί τα ζωντανά παιδιά τους…
Φεύγουν από τα σπίτια τους. μακριά από την πατρίδα
αμνοί που πάνε για σφαγή, δούλοι σε ξένη χώρα.
Αχόρταγος ο πόλεμος, έλεος δεν γνωρίζει,
μονάχα η στράτα της φυγής, της εσχατιάς ο δρόμος
δίνει ελπίδα για ζωή, κι αυτή υποθηκευμένη.
Οι τέκτονες του κόσμου αυτού, που νέμονται τα πλούτη
μαύρο χρυσό και τάλαντα, διαμάντια και πετράδια
δεν επιτρέπουν στους λαούς τους θησαυρούς ν’ αγγίξουν.
Το μπιστικό τους κράζουνε, με μπόμπες και κανόνια
θάνατο και καταστροφή, σπέρνει στο πέρασμά του
και τα μωρά ψάχνουν θηλή, ζωή να κρεμαστούνε
το γάλα βγαίνει κόκκινο, θηλάζουν μπλάβο γάλα …
TAKIS TZIVAS
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.