Το νεραϊδόπαιδο

neraidopaido

Το νεραϊδόπαιδο

Ψηλά στο Νεραϊδόρεμα,που από βράχο απάνου
πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει
και φτιάνει λίμνη και γιαλό και θεριωμένα εκείθε
πηδάει τις πέτρες σαν στοιχειό και χάνεται στα πεύκα,
εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι,
ναρθούν τα λάφια στο νερό να λαφοκυνηγήσει

Στον ουρανό μεσάνυκτα δείχνει ο Σταυρός κ’ η Πούλια.

Φυλάει αυτός ακοίμητος, πότε γλυκοκοιτάζει
ψηλά τ’ αστέρια τ’ ουρανού, πότε κατά το ρέμα,
που μέσ’ στο φως του φεγγαριού σαν νάν’ ασήμι αστράφτει
κι’ εις κάθε φύλλο από δεντρί και χόρτο που κουνιέται
γυρίζει το τουφέκι του, στυλώνει τη ματιά του…
Κι ούδ’ ένα λάφι εφάνηκε, ούδ’ κάν άλλο αγρίμι

Απ’ τη σπηλιά π’ ανοίγεται παρέκει από το ρέμα
ξανθές Νεράιδες και Ξωθιές αυτήν την ώρα βγαίνουν.
Λούζουνε τ’ άσπρα τους κορμιά στο ρέμα το καθάριο
κι απ’ την πολλή την ομορφιά κι απ’ τη μοσχοβολιά τους
μοσχοβολάει το νερό και λάμπει ο τόπος γύρα.
Απλώνουν τα μαντήλια τους στις πέτρες να στεγνώσουν
και στο σιαδάκι σταίνουνε χορό και τραγουδάνε.
Η Κάλλω σέρνει το χορό, η πρώτη τωνΝεράιδων
και τραγουδάει η δεύτερη κι ακολουθάν οι άλλες.
Πάει ο χορός στρωτός – στρωτός και το τραγούδι αγάλια:

Όλες οι κόρες του γιαλού, οι όμορφες Νεράιδες,
όλες μαραίνουν λεβεντιές, μαραίνουν παλληκάρια
και δεν φοβούνται γηρατειά και δεν φοβούνται χάρο.
Κι εμένα μ’ εβαλάντωσε, με μάραν’ η αγάπη,
μ’ εμάραν’ ένας κυνηγός κι ένας καλός λεβέντης
με το γραμμένο του κορμί, με τη γλυκειά φωνή του.

Σαν βγαίνει τ’ άστρο της βραδιάς παίρνει τες ράχες δίπλα
και σταίνει βίγλες στα βουνά και κυνηγάει αγρίμια.
Έστησ’ εμένα ξόβεργες τα νιάτα τ’ άνθηρά του.
Πέφτουν στες βίγλες του τυφλά του κυνηγιού τ’ αγρίμια,
έπεσε και στα βρόχια του η ανύποπτη καρδιά μου.
Άχ! νάταν τρόπος να τον βρω καμιά βραδιά στα πλάϊα
και να μπορούσα η δύστυχη να τον μιλήσω ολίγο!…

Κρυμμένος στα χαμόκλαδα κουρμένεται ο Γιαννούλας
με την καρδιά του ανήσυχη, όμως βουβός σαν πέτρα.
Ακούει τα παινέματα, τα λόγια της Νεράιδας,
ακούει την αγάπη της και το παράπονό της
και μιαν απόκρυφη χαρά στα σωθικά του νοιώθει.
Ήξερε αυτός από μικρός, ότι όποιο παλληκάρι
αρπάξει τ’ολομέταξο μαντήλι της Νεράιδας
εκείνη αφήνει τα νερά, τον παίρνει το κατόπι
και γίνεται γυναίκα του και γίνεται δική του.

Βάνει ο Γιαννούλας φυλαχτό μπαρούτι και λιβάνι
και πάει στις πέτρες της οχθιάς κι αρπάζει το μαντήλι
και ροβολά στη λαγκαδιά και χάνεται στα πεύκα.
Νοιώθει η Νεράιδα την κλεψιά και στο χορό που σειέται
κοντοκρατάει το χορό και κόβει το τραγούδι.
-Μ’ εκλέψανε! Λαχταριστά και ξαφνικά φωνάζει
και παίρνει τον κατήφορο στου κυνηγού τα πόδια,
σαν ωργισμένος άνεμος, σαν σίφουνας, σαν μπόρα.
Κι άλλες την ακολουθάν και φτάνουν τον Γιαννούλα,
μ’ αυτός βαστάει το φυλαχτό, μπαρούτι και λιβάνι
και να τον πιάσουν δεν μπορούν, ούτε να παν σιμά του.
Φωνάζουν, σκούζουν ξέμακρα, το φυλαχτό να ρίξει,
κάποτε με γλυκόλογα, κάποτε με φοβέρες.

Φωνάζει η Κάλλω η όμορφη, φωνάζει κ’ η κλεμμένη,
φωνάζει με παράπονο, με κλάμα και μ’ αγάπη.
Του κάκου∙ εκείνος τόξερε, τόμαθε από γριούλες,
που αν έπεφτε στο χέρι τους θάχανε τη ζωή του
κι ούτε γυρίζει να τες δει ούτε και κοντοστέκει,
μόνο ροβολάει μονανεπνιάς και χάνεται στα πεύκα.
Πέρασε η νύχτα. Της αυγής η ουράνια η δροσούλα
ραίνει τους βράχους, τα κλαριά, τα χόρτα, τα λουλούδια.
Ξανθό το γλυκοχάραγμα προβάλλει απ’ τες κορφούλες,
κι ανάρια – ανάρια αχνίζουνε τ’ αστέρια, το φεγγάρι.

Ο κυνηγός που ροβολά με τις Νεράιδες πίσω
φτάνουν ως το χωριό σιμά. Προβαίνει η χαραυγούλα
κι ήρθε η ώρα που ξυπνούν και του χωριού τα ορνίθια
και φεύγουν οι Καλόγνωμες. Το γνοιάστηκαν οι άλλες,
και γίνονται άφαντες με μιας και μένει η ερωτεμένη…

Χρυσώνεται η ανατολή…να και λαλεί τ’ ορνίθι…
Στέκει ο Γιαννούλας…αγκαλιά και τη Νεράιδα αρπάζει
και τήνε φέρει στο χωριό…

Τέσσαρα χρόνια πέρασαν χαριτωμένο ταίρι
κι εβλάστησε απ’ το γάμο τους πεντάμορφο αγγελούδι.

Μ’ άλλαξε κι όλας ο καιρός. Ήρθανε μαύρα χρόνια∙
κι έπρεπε τώρα ο κυνηγός στα ξένα να γυρέψει
ψωμί για τη γυναίκα του, ψωμί για το παιδί του.
Κρεμάει στον τοίχο τ’ άρματα και φεύγει, πάει στα ξένα

Μια Κυριακή και μια γιορτή στολίζετ’ η Νεράιδα,
να πάει κι αυτή στην εκκλησιά, να βγει και στο σεργιάνι.
Κι εκεί που βγάζει τα χρυσά πόνα σεντούκι απ’ άλλο
ξανοίγει το μαντήλι της και κάμει πως το δένει.
Αλησμονεί τον άντρα της με μιας και το παιδί της
και παίρνει δίπλα τα βουνά, τις λαγκαδιές, τα πλάγια.
Πάλι Νεράιδα γίνεται, πάλι τη νιότη παίρνει
και με τες άλλες σμίγεται στες τρίσβαθεςσπηλιές τους.

Ο λόγος βγαίνει στο χωριό κι απλώνεται στον κόσμο.

Τάκουσε μέσ’ στην ξενητειά ο δόλιος ο Γιαννούλας
κι από την πολλή την πίκρα του πέθανε εκεί, στα ξένα!

Ο γιος του τώρα ανδρειεύθηκε και περπατάει τη νύχτα
με του Γιαννούλα τ’ άρματα αλαφοκυνηγώντας
κι ούτε Νεράιδες σκιάζεται ούτε Ξωθιές φοβάται,
γιατ’ είναι Νεραϊδόπαιδο κι έχει Νεράιδας αίμα.
Χωρίς ν’ αρπάξει απ’ τα μαλλιά δεν άφηκε Νεράιδα
χίλιες ως τώρα φίλησε κι αγκάλιασε άλλες τόσες.
Χαρά ’ς τον όπου σ’ αγκαλιές δροσολογιέται τέτοιες
Χαρά ’ς τον που μ’ άθάνατα τέτοια φιλιά κοιμάται!…

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ
«Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης»

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close