Πίτυς και Πάνας

Όπως προκύπτει από αρχαία συγγράμματα και από τοπωνύμια του νησιού, ο Παν λατρευόταν πολύ στη Χίο ως ποιμενικός θεός που ήταν και η γεμάτη πεύκα Χίος ονομαζόταν και Πιτυούσα (Στράβ. XIV 589, Πλιν. V 136). Επίσης όλοι μας, διασχίζοντας τα δάση του νησιού, έχουμε ακούσει το γλυκό ήχο, όταν το αεράκι χαϊδεύει τα φύλλα του πεύκου, μα και το άγριο βογκητό του κάθε φορά που ο βοριάς φυσάει άγρια, λες και προσπαθεί για ακόμα μια φορά να σκοτώσει τη νύμφη-δέντρο.

Τραγοπόδης, τραγογένης, με ζαρωμένη μύτη, δυο κέρατα και μια ουρά, τέτοιος ήταν ο Παν, ο περίεργος αυτός θεός των βουνών και των ζώων. Άσχημος και δύσμορφος, κι ας ήταν γιος του Ερμή, δεν έμοιαζε καθόλου με τους άλλους θεούς, ίσως γι` αυτό να μην του άρεσε τόσο η συντροφιά του Ολύμπου και να προτιμούσε να μένει στη γη. Κατοικία είχε όλη τη φύση. Προτίμηση όμως είχε για τα πιο άγρια μέρη, τα πιο απρόσιτα, τις σπηλιές, τα βράχια ή τα πυκνά δάση που τον έκρυβαν πίσω από την πλούσια τους φυλλωσιά. Ευκίνητος και γρήγορος πιλαλούσε με αφάνταστη ταχύτητα, πηδούσε από τα πιο απροσδόκητα μέρη, σκαρφάλωνε τους βράχους σαν κατσίκι κι από ψηλά ρέκαζε θριαμβευτικά το κωμικό του γέλιο.

Αγαπούσε τα ζώα και τους απλούς ανθρώπους. Οι πιστικοί ήταν ιδιαίτεροι φίλοι του και τα κοπάδια τους τα προστάτευε και τα βοηθούσε να προκόψουν. Τα ζώα, άγρια ή ήμερα, τα είχε σαν αδέλφια του. Όπου ήταν ο Πάν, τα ζωντανά πολλαπλασιάζονταν και τα δέντρα θεριεύανε.

Του άρεσε να κάνει αστεία. Ιδιαίτερα τον διασκέδαζε να μένει κρυμμένος, ακίνητος στο πηχτό δάσος, να μη μαρτυράει ούτε ανάσα την παρουσία του και να παρατηρεί τη ζωή των ζώων. Όταν έρχονταν αμέριμνα τα βουβάλια ή τα ζαρκάδια να πιούν νερό, πατούσε ξαφνικά ένα κλαρί για να τρίξει, φυσούσε μες τα φύλλα για να σουσουρίσουν. Ανήσυχα σήκωναν το κεφάλι τ` αγρίμια, ν` αφουγκραστούν.

Τότες έβγαζε φωνές περίεργες, αγριωπές, πότε από δεξιά, πότε απ` αριστερά, έκανε χωνί τα χέρια του και ούρλιαζε σα ζώο πληγωμένο ή πάλι τραβούσε τη φωνή σε λυγμό απελπισμένο και τον τελείωνε με κρα­ξίματα και γρυλίσματα οργισμένα. Αντηχούσαν οι φωνές του, πολλαπλασιάζονταν από την ηχώ και τα ζώα ένιωθαν κρύο να τους παγώνει την καρδιά. Οι φωνές και οι κρότοι, άγνωστοι, τρομαχτικοί, τα κύκλωναν, γέμιζαν τον αέρα, πλησίαζαν όλο και πιο κοντά… Απότομα δεν ήξεραν πια τίποτε άλλο, παρά ότι γύρω τους παραμόνευαν δυνάμεις επικίνδυνες, εχθρικές. Τυφλά από το φόβο ορμούσαν όλα μαζί να φύγουν. Το ποδοβολητό τους το άκουγαν και άλλοι κάτοικοι του δάσους, καταλάβαιναν πώς κάποιος κίνδυνος έδιωχνε τα τρομαγμένα ζώα, ο φόβος κολλούσε και σ` αυτά και η φυγή, η παράλογη, η τρελή φυγή μεταδίδονταν σ` όλο το δάσος και φεύγανε ζαρκάδια, λαγοί και βουβάλια, ποντίκια, νυφίτσες και φίδια, ότι ζωντανό έφευγε τρελό, χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό. Τότε ο Παν άλλαζε φωνή και ξεσπούσε σε ηχηρό, μακρύ γέλιο. Πηδούσε στον αέρα από χαρά και οι οπλές του χτυπούσαν το βράχο και το ποδοβολητό του ηχούσε σα να κατρακυλούσαν πέτρες στις σάρες.

Αυτό ήταν το μονό κακό που έκανε. Κατά τα αλλά ο Παν ήταν πάντα καλόβολος και έτοιμος να βοηθήσει. Με τις Νύμφες ήταν ο καλύτερος σύντροφος. Μοιραζόταν τα παιχνίδια τους, χόρευε τους χορούς τους και για κείνες έπαιζε στη σύριγγά του τα πιο όμορφα τραγούδια. Τον αγαπούσαν οι Νύμφες μ` όλη του την ασχήμια, γιατί είχε πάντα κέφι κι όρεξη για γλέντι και γέλιο.

Από μικρός ήταν έτσι. Μόλις γεννήθηκε (στης Αρκαδίας τα βουνά πρωτοείδε το φως) άρχισε να πηδά δεξιά και αριστερά με τα κατσικίσια ποδαράκια του, να κουνά το σταχτί του γενάκι, να ορθώνει την ουρά του και να βγάζει φωνές χαράς. Η νύμφη, η μάνα του, τόσο τρόμαξε όταν είδε αυτό το τερατάκι, που κρύφτηκε στο δάσος. Ο Ερμής όμως τον τύλιξε σε μια προβιά λαγού, και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στον Όλυμπο. Εκεί άνοιξε την προβιά και έξω πετάχτηκε ο μικροσκοπικός κατσικοθεός, που πάλι άρχισε να πηδά, να χτυπά απανωτά τα χέρια του στα γόνατα, να κάνει τούμπες και να φωνάζει. Τότε στη συντροφιά των θεών ξέσπασε γέλιο ηχηρό, ατέλειωτο, γέλιο που σου ανοίγει την καρδιά,  σου την γεμίζει ευδαιμονία που δεν έχει καμιά κακία, αλλά μόνο κέφι και χαρά της ζωής. Γι` αυτό αγαπούσαν κ` οι θεοί τον Πάνα και τον είχαν καλό φίλο. Τον ήθελαν να έμενε στον Όλυμπο, μα κείνος προτιμούσε τη γη.

Κ’ εκεί είχε άπειρους φίλους, Δρυάδες και Ναϊάδες,  τσοπάνους  και  βασιλιάδες, ζώα  ήμερα  και άγρια, δέντρα, φυτά, τον αέρα, τον ήλιο, τα άστρα… Είχε όμως και έναν εχθρό… Και αυτόν, του τον δημιούργησε η αγάπη του.

clip_image002

Μια νύμφη των βουνών, Πίτυ την έλεγαν, του φάνηκε πως ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες με τη χάρη της και την ομορφιά της. Μια μέρα της είπε την αγάπη του. Ήταν μόνοι, μα εκείνη κοίταξε τρομαγμένη γύρω της και τον τράβηξε να κρυφτούν πιο βαθιά στα δέντρα.

– Κι εγώ σ` αγαπώ, του είπε κρυφά, μα φοβάμαι…

-Τι φοβάσαι; Εγώ είμαι ο θεός ο Παν! Και η φωνή του Πάνα ακούστηκε σα σάλπιγγα. Μα η Πίτυς του έφραξε το στόμα με το χέρι.

-Φοβάμαι το Βορέα… είπε λαχταριστά. Μ` αγαπά κι αυτός, μα είναι άγριος, σκληρός, με πονά μόλις μ` αγγίξει! Φοβάμαι την κρύα, απότομη αγκαλιά του… Δεν τον θέλω! Εσένα αγαπώ. Μα εκείνος είπε πώς, αν αγαπήσω άλλον, θα με σκοτώσει…

-Σε φυλάγω εγώ! καυχήθηκε o Παν. Μη φοβάσαι κανέναν!

Και την πήρε στην αγκαλιά του. Μα η Πίτυς πετάχτηκε από κοντά του.

-Να τος! Να τος! φώναξε.

Από τη γη σηκώθηκαν μερικά ξερά φύλλα ένα σούσουρο ανήσυχο πέρασε στις κορφές των δέντρων και ξαφνικά ξέσπασε άνεμος φοβερός. Τα κλαριά χτυπούσαν, τα δέντρα έγερναν, τα φύλλα σε τρελό χορό στριφογύριζαν ανάμεσα στους κορμούς. Σαν τα φύλλα μια δύναμη αόρατη άρπαξε  και την Πίτυ  και την έσυρε μακριά από τον Πάνα. Αυτή αγωνιζόταν, έλεγες πως προσπαθούσε να ξεφύγει από χέρια βάρβαρα που την τραβούσαν. Φώναζε από φόβο και πόνο, μα ο άνεμος την έπαιρνε, την έπαιρνε. Νεράιδα ανάλαφρη την άρπαξε, όπως αρπάζει ο αέρας τον ανθό της μυγδαλιάς, τη στριφογύρισε και την παρέσυρε. Τα πόδια της δεν άγγιζαν πια χάμω τα χέρια της και τα μαλλιά της ανακατεύονταν στην απελπισμένη της πάλη.

Πίσω πιλαλούσε ο Παν φωνάζοντας τ` όνομά της, μα όσο γρήγορα και να έτρεχε, ο Βορέας ήταν πιο γρήγορος. Στην ακάθεκτη ορμή του έπαιρνε τη νύμφη, τη χτυπούσε στους κορμούς, την έσερνε μέσα από τους θάμνους, την τραβούσε πάνω στις πέτρες, την έφερε ως την άκρη του γκρεμνού και μ` ένα τελευταίο δυνατό φύσημα την πέταξε στο κενό.

Ούρλιαξε από πόνο ο Πάν. Αρπάχτηκε από την πέτρα μην πηδήσει και αυτός πίσω της. Την είδε να πέφτει λαφριά, σα φύλλο που το μάδησε ο αέρας.

Είδε από κάτω το σκληρό βράχο όπου πέφτοντας θα σπαραζόταν…

-Γη! λυπήσου την! φώναξε.

Και η Γη τον άκουσε. Άνοιξε την αγκαλιά της, δέχτηκε την Πίτυ και τη μεταμόρφωσε σε δέντρο.

Έπλεξε ο Πάν στεφάνι από τις λεπτές του βελόνες και στο χέρι κράτησε ένα κλαρί του, για να του θυμίζει πάντα τη νύμφη του, που τόσο άδικα είχε χάσει.

Σήμερα το δέντρο αυτό το λέμε Πεύκο. Φυτρώνει σε λαγκάδια και σε βουνά, σε βράχους και σε μοναξιές, όπου είναι τα αγαπημένα λημέρια του Πάνα. Λάμπει στον ήλιο και φουντώνει και όταν περνά ο Παν βουίζουν λαφριά τα κλαριά του και σκύβουν να τον αγκαλιάσουν.

Όταν όμως φυσά βοριάς, το πεύκο βογκά, θέλει να του ξεφύγει, τα κλαριά του αγωνίζονται όπως άλλοτε τα χέρια της νύμφης, για να γλιτώσει από την αγκαλιά του και λες και φωνάζει ακόμα τον Πάνα να την σώσει από την καταστρεπτική αγάπη του Βορέα, του μεγάλου του εχθρού.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ Δ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

(ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ)

Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις, 1963

Share This:

Αφήστε μια απάντηση

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Πληροφορίες

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close